Header Ads

Ο Sin Boy και «οι αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» του ελληνικού hip-hop!

Sin Boy

Μετά την παρέλευση σχεδόν δύο μηνών είναι πιστεύω κατάλληλη στιγμή για να δούμε και να αποτιμήσουμε πιο ψύχραιμε την περίπτωση Sin Boy. Μέχρι κάποια στιγμή λοιπόν ο Sin Boy δεν ήταν μόνο μακράν ο πλέον επιτυχημένος ράπερ ever στην χώρα μας αλλά και το νέο αγαπημένο παιδί της ελληνικής show biz (αν αυτή η έκφραση δεν είναι ολόκληρη ένα οξύμωρο!). Το περιβόητο πια «Mamaaaaa» ακουγόταν όλο το καλοκαίρι κυριολεκτικά παντού, από καφέ και στερεοφωνικά – συνήθως κάμπριο – αυτοκινήτων μέχρι δεξιώσεις γάμων (!) και βέβαια clubs, με το αδιαχώρητο να δημιουργείται όχι μόνο στις ζωντανές εμφανίσεις του αλλά και στην παρουσίαση του πρώτου album του, με την συνεχή παρουσία του στα media, social και μη, σε απονομές βραβείων και στην τηλεόραση, «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών» (και αδρότατα πληρωμένος). 

Ολοι/ες τον άκουγαν και τους άρεσε, από «χάι» καλο(και ακριβο)ντυμένα παιδιά – ενίοτε και τους γονείς τους - των βορείων ή και νοτίων πια προαστίων (όπως λέμε Athens Riviera...) μέχρι trendy hipsters που συχνάζουν στην πλατεία Αγίας Ειρήνης και στις πέριξ περιοχές του κέντρου της Αθήνας.

Ξαφνικά όμως, μέσα σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες, τα πράγματα αντιστράφηκαν. Τι είχε συμβεί; Είχαν προηγηθεί δύο όλες και όλες αναρτήσεις του Sin Boy στην σελίδα του στο Facebook, πρώτα μια αήθης κατηγορία στον αείμνηστο – για αυτό ακριβώς και τόσο αήθης – Παντελή Παντελίδη ότι δεν ήταν παρά ένας αλκοολικός και στη συνέχεια μια το λιγότερο γελοία επίθεση στον Γιάννη Αντετονκούμπο περί του πόσο Έλληνας αισθάνεται («πώς μπορεί ένας μαύρος να νιώθει Έλληνας;;») για να στραφούν άπαντες και άπασες εναντίον του. Οι πιο συντηρητικοί, δεξιοί/ές αν το προτιμάτε, αντέδρασαν με φρίκη ή και αηδία σε αυτές τις απόψεις/δηλώσεις του ανακαλύπτοντας όψιμα και το πόσο ηθικά – ή μήπως ηθικολογικά; - επιλήψιμοι ήταν οι στίχοι και η συνολική παρουσία αυτού που ελάχιστα εικοσιτετράωρα πριν άκουγαν και τους άρεσε. Από αυτοματοποιημένη σχεδόν αντίδραση οι αριστεροί/ές, ακόμα και οι αντιεξουσιαστές/ιες σε ένα βαθμό, αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι/ες να πάρουν το μέρος του, ανεξάρτητα από το ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν συμφωνούσαν με τις απόψεις του, αρκετοί/ές μάλιστα όχι μόνο δεν τον άκουγαν αλλά και απεχθάνονταν τον ίδιο και την «μουσική» του. Αναπόφευκτα τα κανονικά media και ακόμα περισσότερο τα social πήραν φωτιά, με τον ίδιο να σιωπά πλέον αλλά να αποτελεί το επίκεντρο της (δημόσιας) συζήτησης. Ακόμα και αν δεν το επεδίωκε, ακόμα και αν δεν το είχε καν σκεφτεί, το είχε καταφέρει και με το παραπάνω...

Ολες οι φυλές του (ελληνικού) hip-hop

Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο Sin Boy πρέπει να γυρίσουμε στην αρχή, την αρχή της όλης υπόθεσης «ελληνικό hip-hop». Η χρονολογική αυτή αρχή είναι απολύτως συγκεκριμένη, η ιστορική συναυλία των Public Enemy στο Κατράκειο Θέατρο του Πειραιά το καλοκαίρι του 1992 στη διάρκεια της οποίας ο Μιχάλης Μυταίδης - που είχε πρόσφατα επιστρέψει από την Αμερική στην οποία μυήθηκε στο hip-hop και άρχισε να ασχολείται ενεργά με αυτό – αποφάσισε να υιοθετήσει το ψευδώνυμο B.D. Foxmoor και να σχηματίσει το πρώτο ελληνικό hip-hop γκρουπ, τους Active Member. Πολύ σύντομα γύρω από τον ίδιο και τους Active Member συγκεντρώθηκαν, αν δεν συνασπίστηκαν, τα λίγα ακόμα «ενεργά μέλη» της πλήρως underground σκηνής, κυρίως φυσικά ράπερ (ανάμεσα τους και ο Δημήτρης Μεντζέλος ο οποίος, πριν ακόμα σχηματίσει τα Ημισκούμπρια, ήταν ο μόνος που είχε αρχίσει να ασχολείται με το ιδίωμα ταυτόχρονα αν όχι και νωρίτερα από εκείνον) αλλά και DJs, ακόμα και graffiti artists. Θέλοντας να κατοχυρώσει την απολύτως ηγετική θέση του στη νεοσύστατη σκηνή ο B.D. Foxmoor επέμεινε να ονομάζει αυτό που έκαναν ο ίδιος και όλοι οι «μαθητές»/προστατευόμενοι του low bap (ενώ δεν ήταν παρά μια πιο μινιμαλιστική και με περισσότερο τονισμένη την bassline και γενικότερα τις χαμηλές συχνότητες εκδοχή του τυπικού hip-hop ήχου) και ίδρυσε την δική του ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Freestyle Productions.

Η αρχικά συμπαγής όμως σκηνή πολύ γρήγορα άρχισε να...πολυδιασπάται – ή μήπως απλά κυριάρχησε σε αυτήν το διαχρονικό, ήδη από την εποχή του Πελοποννησιακού πόλεμου, ελληνικό ελάττωμα της διχόνοιας; Οπως και αν έχει το ξεκίνημα έγινε με την σχεδόν θρυλική κόντρα του Νίκου Βουριώτη των Goin’ Through με τον «μέντορα» του B.D. Foxmoor που οδήγησε στην απομάκρυνση των πρώτων από την Freestyle Productions. Ακολούθησαν τα Ημισκούμπρια, οι πολύ αξιόλογοι Terror- X-Crew και το low bap κίνημα συρρικνωνόταν όλο και περισσότερο μέχρι που εγκατέλειψε τον B.D. Foxmoor και το τελευταίο αξιόλογο γκρουπ που είχε απομείνει, οι Βαβυλώνα. Οπως συμβαίνει βέβαια πάντα με διασπάσεις κάθε είδους συλλογικότητας έτσι και αυτή δεν είχε καθόλου θετικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενοyς καθώς, άλλοι με μεγαλύτερη και άλλοι με μικρότερη καθυστέρηση, διαλύθηκαν ή πέρασαν στην αφάνεια. Τα Ημισκούμπρια έχουν άτυπα πάψει να υπάρχουν εδώ και χρόνια, το τρίο των Terror- X-Crew διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη παρά τις προσπάθειες των ράπερ Αρτέμη και Ευθύμη να συνεχίσουν οι δυο τους και οι Goin’ Through, παρότι ο Ν. Βουρλιώτης πάλεψε ομολογουμένως σκληρά για να περάσουν σε ένα ευρύτερο κοινό, υιοθετώντας ένα πολύ εμπορικό στιλ και ιδρύοντας το glamorous ως προς κάθε δραστηριότητα του Family – The Label (με σαφέστατο πρότυπο την Bad Boy Entertainment του Puff Daddy) έχουν επί της ουσίας εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Οσο για τον B.D. Foxmoor απέμεινε να αποτελεί τους Active Member ο ίδιος και η σύζυγος του Sadahzinia πριν ανακοινώσει το τέλος της διαδρομής τους με μια πανηγυρική συναυλία στο κλειστό του ΟΑΚΑ, αν και μετά την πραγματοποίηση της έχουν υπάρξει λίγες σποραδικές εμφανίσεις τους, ενώ εκείνος επέστρεψε στις underground ρίζες του, περισσότερο ίσως ακόμα και από όσο στο ξεκίνημα του.

Την δωδεκαετία περίπου όμως που συνέβαιναν όλα αυτά μια μεγάλη αλλαγή, χωροτακτική και κυρίως από πλευράς ανθρωπογεωγραφίας, συνέβαινε παράλληλα στην Αθήνα με αφετηρία την έλευση του πρώτου μεγάλου κύματος μεταναστών μετά από τους Αλβανούς στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δηλαδή των λεγόμενων Ρωσοποντίων. Οι Αλβανοί, αν και αρχικά ήρθαν σε μεγάλη αντίθεση με τους γηγενείς και ιδιαίτερα με την μειονότητα των Ρομά, πολύ γρήγορα προσαρμόστηκαν και έμαθαν να συνυπάρχουν με τος Έλληνες ενώ τα μέλη της μαφίας τους που ήρθαν από την χώρα τους κατέληξαν να συνεργάζονται με τα πλέον κακοποιά στοιχεία των Ρομά, ειδικά στην διακίνηση ναρκωτικών, από τα «μαλακά» μέχρι τα σκληρότερα.

Το ’98, δυο χρόνια πριν το millennium, προβλήθηκε η θαυμάσια ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Από Την Άκρη Της Πόλης» η οποία πριν από όλα έδειχνε όσο πιο ξεκάθαρα ήταν δυνατόν ότι οι κάποτε απλά υποβαθμισμένες δυτικές περιοχές της Αθήνας, από Μενίδι και Ζεφύρι μέχρι, σε μικρότερο βαθμό, Περιστέρι και Αιγάλεω, είχαν αρχίσει ήδη να μετατρέπονται σε αποθήκη, αν όχι χωματερή, ανθρωπίνων ψυχών, σε ένα άτυπο αλλά απολύτως υπαρκτό τεράστιο γκέτο. Καθοριστική αφορμή για αυτό η άφιξη (και) των Ρωσοποντίων που η καθημερινότητα μιας ομάδας παιδιών από την μειονότητα τους ήταν το θέμα της ταινίας. Μιας παρέας παιδιών δίχως μέλλον αλλά και χωρίς καμία διάθεση να το αναζητήσουν ή να το απαιτήσουν, χωρίς αξίες, ιδανικά και οποιοδήποτε όραμα ή έστω στόχους, δίχως καν σκέψεις και συναισθήματα. Μιας παρέας παιδιών με κακά ελληνικά λόγω έλλειψης και της στοιχειώδους ακόμα παιδείας και άνεργων στην πλειοψηφία τους που επιβίωναν με την μικρεμπόρια ναρκωτικών και παρέχοντας πληρωμένο σεξ (στο αντίθετο ή και στα δύο φύλα, ανεξάρτητα από τις αληθινές προτιμήσεις τους) ώστε να μπορούσαν να προμηθευτούν τα ναρκωτικά για την δική τους χρήση και στο ενδιάμεσο να κάνουν λίγο άψυχο, μηχανικό σεξ, με κάθε ημέρα τους ίδια και απαράλλακτη με την προηγούμενη, στα όρια νόμου και παρανομίας, στα όρια μιας φυσιολογικής ζωής και της παραβατικότητας και γέρνοντας πολύ περισσότερο προς την δεύτερη. Φυσικά δεν μπορούσαν παρά να βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση, κάποιες φορές και με σωματική ή και ένοπλη βία, με τις κοινές πλέον συμμορίες Αλβανών και Ρομά αν και μέσα σε λίγα χρόνια, το πολύ μέχρι το «Ολυμπιακό» ’04, είχαν ενσωματωθεί σχεδόν απόλυτα σε αυτές και ήταν πλέον έτοιμοι, όλοι μαζί, να στραφούν εναντίον του επόμενου κύματος μεταναστών διαφορετικής προέλευσης αν και αυτό θα καθυστερούσε για αρκετά ακόμα χρόνια και θα άρχιζε να έρχεται όταν πλέον είχε εκδηλωθεί η κρίση.

Η ήδη διασπασμένη και με μόνιμη αντιπαλότητα σχεδόν όλων με όλους πλέον (αν και εκδηλωνόταν κατά κανόνα λεκτικά, μέσα από τους στίχους τους, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην ανάλογη αμερικανική) ελληνική hip-hop σκηνή δεν είχε θέση για αυτές τις πολυμελείς μεταναστευτικές κοινότητες αν και λογικά αποτελούσαν φυσικό κοινό της, για αρκετούς/ές από αυτές τις κοινότητες μάλιστα ήταν το αγαπημένο τους ιδίωμα. Για την ακρίβεια θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εγχώρια hip-hop σκηνή διακρινόταν, πιθανότατα διακρίνεται ακόμα, από μιαν – όχι και τόσο παράδοξη, αν το καλοσκεφτούμε – συνειδητή ή μη...ξενοφοβία.

Οι μη ελληνικές εξαιρέσεις εντός της ελάχιστες, προσωπικά εκτιμώ ότι εκείνη που είχε τις περισσότερες δυνατότητες ήταν η περίπτωση του αλβανικού (παιδιά από την γειτονική χώρα που είχαν έρθει μαζί με τους γονείς στην Ελλάδα) τρίο Te Ver.8.et. Το ’04, σημαδιακά ίσως λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, κυκλοφόρησαν (στην έγκριτη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Studio II του Βλάση Ερημάκη η οποία, στα δεκαπέντε περίπου χρόνια της λειτουργίας της, μας έδωσε αρκετά εξαίρετα δείγματα της underground σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ανάμεσα τους και λίγα hip-hop, το εμβληματικό πρώτο EP των Terror- X- Crew και το ντεμπούτο των πολύ καλών Νέβμα) το «Jemi Kati», ένα θαυμάσιο hip-hop album με στίχους στη γλώσσα τους, να το τονίσουμε αυτό, το εκτενές σημείωμα του οποίου μάλιστα που τους σύστηνε στο κοινό το είχα γράψει εγώ καθώς είχα έρθει σε επαφή μαζί τους πριν ακόμα από την κυκλοφορία του. Δυστυχώς όμως αυτός ο εντυπωσιακός πρώτος δίσκος δεν είχε συνέχεια, αν δεν απατώμαι οι Te Ver.8.et επέστρεψαν στην Αλβανία και μετά από ένα διάστημα διαλύθηκαν δίχως να κυκλοφορήσουν τίποτα άλλο.

Υπό μιαν έννοια τέτοια εξαίρεση θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί και ο Αμερικανοέλληνας Νικήτας Klint, δεξί χέρι αν όχι...alter ego του B.D. Foxmoor στους Active Member μέχρι που τον εξώθησε να αποχωρήσει – αν δεν τον εκδίωξε – και να σχηματίσει τους Ρόδες που, στις διάφορες μεταλλάξεις και εκδοχές τους, πιθανότατα ήταν ό,τι πιο ενδιαφέρον από καθαρά μουσικής πλευράς προέκυψε από την εγχώρια hip-hop σκηνή. Σίγουρα πάντως είναι εξαίρεση και μάλιστα λαμπρή ο MC Yinka, δηλαδή ο γεννημένος στην Ελλάδα από Νιγηριανούς γονείς Εμάνουελ (Μανώλης) Ολαγίνκα Αφολάνιο, χαρισματικός ράπερ – τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά – αλλά και προικισμένος με μια φωνή πολύ καλού funk/soul τραγουδιστή.

Από εκεί και πέρα, περίπου δηλαδή από το ’10 και μετά, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν δραματικά καθώς η δεύτερη, αν όχι τρίτη, γενεά του ελληνικού hip-hop ήταν κατά πολύ διαφορετική από τους προγενέστερους, κρατώντας μόνο τα χειρότερα στοιχεία της νοοτροπίας τους αλλά πολλαπλασιασμένα κατά πολύ καθώς αποκλειστικός σκοπός τους πλέον ήταν η εμπορική, δηλαδή οικονομική επιτυχία. Πιο χαρακτηριστικό μάλλον παράδειγμα ο Εισβολέας ο οποίος ξεκίνησε – τυπικά ίσως και να ανήκει ακόμα εκεί – από το underground κύκλωμα αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε καθόλου να συνεργαστεί με πολύ εμπορικά, σε μερικές περιπτώσεις και κατώτατης ποιότητας, ονόματα της σημερινής «λαϊκής» μουσικής αλλά και να πραγματοποιήσει πολυσυζητημένες εμφανίσεις στα «κοσμικά» Mad Awards.

«Δεν είμαι ο ράπερ που θα σας συνηθίσει/Θα σας γίνω πρόβλημα που δεν έχει λύση...»

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο...«προβεβλημένος» Εισβολέας αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, αλλά και το τουλάχιστον άμεσο μέλλον του ελληνικού hip-hop, τος νεότερους δηλαδή εκπροσώπους του όπως ο Tus (Χρήστος Τούσης) με την αληθινά απίστευτα σεξιστική, στιχουργική και γενικότερα αισθητική, χυδαιότητα του και ο Ελληνοαφρικανός Νέγρος Του Μωρία που ήδη από το ψευδώνυμο που έχει επιλέξει φαίνεται ότι υιοθετεί μια δήθεν αντιρατσιστική στάση εντός της όντως ξενοφοβικής σε μεγάλο βαθμό ελληνικής κοινωνίας δίχως όμως ίχνος πολιτικής ή άλλης συγκρότησης και η οποία στην πραγματικότητα εκφράζεται με ύμνους στις εντυπωσιακές «γκόμενες» που όμως δεν του δίνουν σημασία όπως θα έπρεπε και στο χασίς και σε μιαν, ανομολόγητη ίσως αλλά και υπαρκτή, απαίτηση του όχι να βρει δουλειά αλλά να πληρώνεται με κάποιο τρόπο για να ζει χωρίς να εργάζεται ώστε να μπορεί να επιδίδεται με άνεση στην rap τέχνη του!

 

 

Σε αυτό λοιπόν το μουσικό υπέδαφος και εντός του συγκεκριμένου κοινωνικού background και υποκουλτούρας βλάστησε και άνθησε το...λουλούδι που λέγεται Sin Boy. Ενα παιδί δηλαδή (πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ το αληθινό όνομα του) που είναι μετανάστης δεύτερης γενεάς από την Αλβανία και, αν εξαιρέσεις το γεγονός της διαφορετικής καταγωγής του, θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι γιος – ή, πιο τραβηγμένα, μικρότερος αδελφός - κάποιου από την παρέα των Ρωσοποντίων του «Από Την Άκρη Της Πόλης». Είκοσι ένα χρόνια μετά, αν και γεννημένος στην Ελλάδα αντίθετα με αυτούς, ο Sin Boy αισθάνεται ακόμα πιο ξένος στην χώρα όπου μεγάλωσε και ζει και για αυτό κυριολεκτικά την μισεί, όπως φυσικά και τους κατοίκους της, πολύ περισσότερο από τους ήρωες της ταινίας.

Θεωρώ ότι ένα πάρα πολύ όχι απλά χαρακτηριστικό αλλά εξαιρετικά διαφωτιστικό στοιχείο σχετικά με αυτόν είναι ότι δεν έχω ακούσει σε άλλο hip-hop album, όχι μόνον ελληνικό αλλά και διεθνές, τόσες πολλές αναφορές στο...κινητό τηλέφωνο του ράπερ από όσο στο ντεμπούτο του με τον...εύηχο τίτλο «Ka Gu Ras» (δηλαδή κάγκουρας, λέξη της σύγχρονης αργκό που, για όσους/ες δεν την γνωρίζουν, σημαίνει τον «χαϊλή», «προχώ» και βέβαια «φραγκάτο» νεαρό). Αυτό για εμένα σημαίνει πολύ απλά ότι μέσα στο μυαλό του ο Sin Boy είχε γίνει αυτός που είναι τώρα πριν ακόμα ραπάρει για πρώτη φορά, φαντασιωνόταν και ζούσε μια virtual ζωή στο Facebook και ακόμα περισσότερο μάλλον στο Instagram πριν την βιώσει ώσπου αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να το κάνει, πήρε διόλου συμπτωματικά το ψευδώνυμο Αμαρτωλό Αγόρι και το έπραξε. 

Κεντρικό στοιχείο της φαντασίωσης του και ίνδαλμα του πρέπει να ήταν και να είναι ο Kanye West, διάσημος, πολυεκατομμυριούχος και παντρεμένος με το sex symbol Kim Kardashian. Από την άλλη όμως πολύ περισσότερο ρόλο στην διαμόρφωση του ύφους και της νοοτροπίας έπαιξε το ότι τα τελευταία χρόνια ήταν κατά κύριο λόγο εκτεθειμένος σε ακούσματα trap, του πιο πρόσφατου δηλαδή – και μετεξέλιξης του gangsta της δεκαετίας του ’90 – ρεύματος του rap που μοναδικό στιχουργικό περιεχόμενο και ενδιαφέρον του είναι το τετράπτυχο γκόμενες/πολύ σεξ/πολλά και ακριβά ναρκωτικά/πολυτελής τρόπος ζωής ο οποίος κυρίως επιδεικνύεται με πανάκριβα αυτοκίνητα, όλα αυτά με όσο το δυνατόν περισσότερες βωμολοχίες είναι δυνατόν.

Οταν το gangsta rap άρχισε από underground ρεύμα που ήταν στο ξεκίνημα του με τους N.W.A. να γίνεται mainstream αυτός που μεσουράνησε ήταν ο Tupac(2Pac) Shakurμέχρι βέβαια που δολοφονήθηκε μόλις στα είκοσι πέντε του το ’98, θύμα της θανάσιμης όπως αποδείχθηκε διαμάχης του με τον Notorious B.I.G. η οποία εντασσόταν στο πλαίσιο της ευρύτερης του rap, αντίστοιχα της Δυτικής Ακτής με εκείνο της Ανατολικής (η εκδίκηση ήρθε μετά από μόλις λίγους μήνες, στις αρχές του ’97 ο Notorious B.I.G. επίσης δολοφονήθηκε στα είκοσι τέσσερα του). Φυσικά δεν μπορεί να γίνει η παραμικρή σύγκριση πρώτον γιατί οι συνθήκες της Αμερικής του Κλίντον, όταν κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ερχόταν η ενδεκάτη Σεπτεμβρίου και οι Δίδυμοι Πύργοι, δεν είχαν καμία σχέση με τις σημερινές, εκεί και πολύ περισσότερο εδώ και δεύτερον επειδή ο 2Pac ήταν όντως ένας πολύ ταλαντούχος ράπερ. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο ανάμεσα σε εκείνον και τον Sin Boy (που το πιθανότερο είναι ότι δεν γνωρίζει καν την ύπαρξη του) και δεν είναι άλλο ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις πρόκειται για δύο ναρκισιστικές στο έπακρο προσωπικότητες οι οποίες κυριολεκτικά διψούν για προσοχή. 

Με βάση αυτά τα δεδομένα και με μια μόνον ακρόαση του «Ka Gu Ras» είναι εύκολο να εξάγει κανείς ασφαλή συμπεράσματα για τον Sin Boy. Σχεδόν ανύπαρκτη, απελπιστικά ανέμπνευστη ακόμα και ως προς την δυναμική των beats μουσική, ένας μετριότατος ακόμα και για τα ελάχιστα απαιτητικά στάνταρ του trap ράπερ με λεξιλόγιο τόσο φτωχό που αγγίζει τα όρια αυτιστικού, προφανέστατες ως και μπανάλ ρίμες, πολύ μικρές ικανότητες στην απαγγελία (το «σύρσιμο» της φωνής του για να βγει η ρίμα όταν αυτή δεν υφίσταται καν σε συνδυασμό με την κακή άρθρωση του καθιστούν πολλές φορές αδύνατο να καταλάβεις για τι, ακόμα ίσως και σε ποια γλώσσα ραπάρει!) και μια θεματολογία η οποία συνοψίζεται σε βρισιές, γκόμενες, σεξ αλλά πιο πολύ και από αυτό σεξισμό, drugs, «χλίδα», κάμπριο αυτοκίνητα υπέρμετρης αξίας, περισσότερα ναρκωτικά και ακόμα περισσότερα, όσο πιο πολλά είναι δυνατόν «μπινελίκια»! Και είναι πραγματικά αστείο ότι τα βίντεο του ουσιαστικά δείχνουν με σοβαροφάνεια και «πόζα» αυτό που παρουσίαζαν – με το χιούμορ που τους διέκρινε στις καλύτερες στιγμές τους – ως παρωδία σε εκείνα του σατιρικού side project τους La Klikaria τα Ημοσκούμπρια...Και όμως, όλα αυτά ήταν και με το παραπάνω αρκετά για να φάνε τον...καπνό της εξάτμισης του κάμπριο του δύο όχι λίγο επιτυχημένοι ανάλογοι του, ο επίσης αλβανικής καταγωγής Toquel και ο ημέτερος – και ίσως για αυτό γενικά πιο «ξενέρωτος» ή και...«φλώρος» - Snik.

Οταν όμως η φήμη και η προσοχή που είχε προσελκύσει δεν του ήταν αρκετή ο Sin Boy επιτέθηκε στον νεκρό Παντελίδη (με τον οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, απευθύνονται σε ένα σχεδόν ταυτόσημο κοινό, όσο παράδοξο και αν φαίνεται) και στον Γ. Αντετονκούμπο γιατί πολύ απλά δεν θα αποκτήσει ποτέ όχι απλά την φήμη αλλά την απολύτως δικαιολογημένη δόξα που έχει εκείνος και στη συνέχεια άλλαξε το ψευδώνυμο του σε Little Jesus (!) γιατί υποτίθεται ότι δεχόταν απειλές για την ζωή του αλλά στην πραγματικότητα ολοφάνερα για να «καθάρει» τον εαυτό του «θυματοποιώντας» τον και διεκδικώντας έτσι ακόμα περισσότερη προσοχή. Ηταν όμως μάλλον αργά γιατί το backlash που ο ίδιος προκάλεσε είχε ήδη αρχίσει και το μόνο που έχω να σχολιάσω – και ας μου συγχωρηθεί η ελαφρά κακεντρέχεια – είναι ότι ελπίζω πως, αντίθετα με τον Ιησού Χριστό, ο συγκεκριμένος...Χριστούλης δεν θα «αναστηθεί» ποτέ! Και με την ευκαιρία, είναι άραγε συμπτωματικό ότι του...μετανοήσαντος Αμαρτωλού Αγοριού είχε προηγηθεί ελάχιστα η πολυσυζητημένη στροφή στην θρησκεία του Kanye West;

Σε ένα ευρύτερο πεδίο τώρα η περίπτωση του Sin Boy είναι προειδοποιητικά ενδεικτική για τα τεράστια πραγματικά λάθη που έχουν κάνει διαχρονικά, από την εποχή του πρώτου κύματος από την Αλβανία μέχρι τις τωρινές και ολοένα διογκούμενες ροές από την Ασία, τόσο το ελληνικό κράτος όσο και η κοινωνία μας στην διαχείριση του συνολικού θέματος των μεταναστών. Ειδικότερα από την άλλη, περνώντας κανείς από την Ομόνοια και τις γύρω περιοχές της και ακούγοντας στη διαπασών από τα κινητά των Πακιστανών κυρίως που βρίσκονται εκεί αυτόν τον ηχητικό και, δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω αν και δεν γνωρίζω την γλώσσα τους, λεκτικό βόρβορο που είναι το hip-hop σε υπανάπτυκτες και τόσο χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου χώρες όπως η δική τους δεν μπορεί να μην αισθανθεί δέος για το τι θα συμβεί αν ένας από αυτούς ή τους μεταγενέστερους τους αποφασίσει να επιδοθεί ενεργά σε αυτό. Για το τι θα σημαίνει για τα αυτιά και την συνολική αισθητική μας και ακόμα περισσότερο για το ποιες μπορεί να είναι οι πιθανές συνέπειες για την ήδη τόσο καταπονημένη από την κρίση ελληνική κοινωνία...Μήπως δεν ξεκινήσαμε από την διάσπαση - χωρίς κανέναν λόγο και αιτία - μιας ολιγομελούς hip-hop σκηνής για να φτάσουμε στην άγνοια, την αμάθεια, την παντελή έλλειψη ήθους και εντέλει τον μισανθρωπισμό του Sin Boy;

 

Θάνος Μαντζάνας
Από το Blogger.