Header Ads

«Ληστές» και «Ο Χειροπαλαιστής»: Λόγια σταράτα και συννεφιασμένα χρώματα σε κόμιξ και σινεμά

.

O σχεδιαστής κόμιξ και σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης υπέγραψε στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου δύο από τις καλύτερες ελληνικές δουλειές στα πεδία του κόμιξ και του σινεμά.

Το graphicnovel «Ληστές» εξιστορεί και «αναπαριστά» δεξιοτεχνικά την ιστορία των τελευταίων λήσταρχων της ελληνικής υπαίθρου, των αδελφών Ρετζαίων που έδρασαν στο πρώτο τέταρτο του 20ου αι. στην Ήπειρο. Στο κόμιξ οι Ληστές αλλάζουν όνομα- οι δημιουργοί πήραν έτσι την ελευθερία να προσθέσουν δικά τους, fiction στοιχεία σε ένα έργο που, όμως, βασίζεται με μεγάλη ακρίβεια στην πραγματική ιστορία.

Ο Γούσης, μαζί με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο που συνεργάστηκε στο σενάριο, δούλευαν αυτό το βιβλίο αρκετό καιρό- είχαμε ξαναμιλήσει στη HuffPostGreece πριν από περίπου ενάμιση χρόνο. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Αδελφοί Ρετζαίοι: Η ζωή και ο θάνατος των τελευταίων λήσταρχων των ελληνικών βουνών

Τα κόμιξ του Γούση μοιάζουν ήδη με φιλμ στο χαρτί, hardcopy σινεμά- το πέρασμά του στον κινηματογράφο και η επιτυχία του πρώτου του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Ο Χειροπαλαιστής», ούτε τυχαία ούτε πρόσκαιρα είναι.

Με μινιμαλισμό και αβίαστη, διαυγή συμπύκνωση ο Γούσης (μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Κουτσαλιάρη) κατέγραψαν θραύσματα της ζωής ενός realife χειροπαλαιστή (αθλητή μπρα ντε φερ) που άφησε την Αθήνα για να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του στην Ήπειρο. Όχι στο πέτρινο Συρράκο ή κάποιο περίφημο Ζαγοροχώρι- αλλά σε ένα από εκείνα τα τυπικά ελληνικά χωριά που διατάσσονται πρόχειρα, ταπεινά εκατέρωθεν των παλιών εθνικών οδών. Ο τριαντάχρονος Παναγιώτης άνοιξε εκεί ένα παραδοσιακό, βίντατζ καφενείο και συνέχισε να προπονείται με το πάθος και τον πόνο του πρωταθλητισμού.

Ο Γούσης έχοντας πρώτη ύλη έναν τόπο βαρύ και κλειστό, αλλά και έναν πρωταγωνιστή- πραγματικό εύρημα, κατασκευάζει ένα πυκνό εικοσάλεπτο μεταφυσικού ρεαλισμού. Μόνο για σήμερα μπορείτε να το παρακολουθήσετε χωρίς κωδικό εδώ..

Ο «Χειροπαλαιστής» βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ως καλύτερη μικρού μήκους ταινία τεκμηρίωσης και πήρε το δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας στο 25ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας.

Οι «Ληστές (μέρος α΄)» κυκλοφόρησαν στα βιβλιοπωλεία στις 7 Οκτωβρίου (εκδόσεις Polaris) σε έναν καλαίσθητο τόμο που μπορεί να αποτελεί item για κάθε βιβλιοθήκη.

Και τα δυο ιστορίες ηπειρώτικες: λόγια σταράτα και συννεφιασμένα χρώματα.

 

,

 

«Η ιστορία των Ληστών ξεκινάει στην Ήπειρο, που βρίσκεται ακόμα υπό οθωμανική κατοχή, το 1909: σε μια φτωχή, αγροτική οικογένεια, δολοφονείται ο πατέρας», λέει ο Γιώργος Γούσης όταν του ζητάω να περιγράψουμε τον πυρήνα, να πιάσουμε τον μίτο της ιστορίας.

«Τα δυο ανήλικα αγόρια βρίσκονται ορφανά και ζούνε με τη μάνα τους σε μεγάλη φτώχεια. Λίγα χρόνια μετά, 18- 19 χρονών πλέον, μαθαίνουνε ποιος σκότωσε τον πατέρα τους. Και αποφασίζουν να εκδικηθούν- είναι τέτοια η φύση των χαρακτήρων τους, αλλά και πολύ μεγάλες οι δυσκολίες που τους έχουν διαμορφώσει. Υλοποιώντας αυτή την εκδίκηση, βρίσκονται μπροστά στο δίλημμα της παρανομίας: ή θα συλληφθούν από την αστυνομία ή θα φύγουν στα βουνά».

«Εκεί αρχίζουν να δρουν ως επαγγελματίες ληστές και περνάνε τα επόμενα 8- 9 χρόνια κρυμμένοι. Το όνομά τους, η φήμη τους, αλλά κι ο φόβος και το δέος απέναντί τους γιγαντώνονται. Διάφοροι τοπικοί οικονομικοί παράγοντες τους εγκολπώνουν και τους χρησιμοποιούν- στη σπείρα που δημιουργείται αυτοί οι τυπικά νομοταγείς, ευυπόληπτοι πολίτες λειτούργησαν ως εγκέφαλοι ενώ οι Ρετζαίοι ήταν τα εκτελεστικά όργανα στο πεδίο της δράσης».

 

.

 

«Το 1925 ο δικτάτορας Θ. Πάγκαλος προσπάθησε να δώσει τέλος στο φαινόμενο της ληστοκρατίας, εκδίδοντας έναν νόμο που αμνήστευε όποιον ληστή παρέδιδε στις αρχές το κεφάλι ενός άλλου παράνομου. Ο σκοπός προφανής: να αλληλοεξοντωθούν οι σπείρες. Αυτό έπραξαν και τα δύο αδέλφια, με έναν τρόπο που βλέπουμε στο βιβλίο».

 

  • Με έναν πολύ σκληρό τρόπο.

  • Χαρακτηριολογικό θα έλεγα. Γιατί απεικονίζει πολύ παραστατικά πλέον τη δομή αυτών των δύο χαρακτήρων.

  • Αγαθά (ή υπεραισιόδοξα όσον αφορά το σήμερα) σκεπτόμενος μπορεί κάποιος να πει «αυτά δεν συμβαίνουν σήμερα», δύο εγκληματίες που βαρύνονται με δεκάδες δολοφονίες να αμνηστεύονται. Μάλιστα με μόνη προϋπόθεση να φέρουν πεσκέσι στις αρχές ένα ανθρώπινο κεφάλι...

  • Το φοβερό είναι ότι αμνηστεύονται βάσει νόμου, ούτε με μπαξίσι, δάχτυλο κάποιου βουλευτή ή θεόσταλτη επέμβαση. Οι Ληστές, τόσο στο κόμιξ όσο και οι Ρετζαίοι στην πραγματικότητα ήταν από τους τελευταίους πρωταγωνιστές του ληστρικού φαινομένου. Ζουν και δρούνε σε μια μεταιχμιακή περίοδο, οπότε το έγκλημα από ληστρικό, «του βουνού», αρχίζει να γίνεται αστικό. Και ταυτόχρονα καπιταλιστικό. Πρώην παράνομοι στο περιβάλλον της πόλης αναδεικνύονται σε «παράγοντες»: σταδιοδρομούν ως αστυνομικοί, πρόεδροι επιχειρήσεων, εργολάβοι. Το έγκλημα ως εικόνα λειαίνεται: μπαίνει κάτω από το χαλί κομψών σαλονιών.

  • Πολύ επίκαιρα όλα αυτά.

  • Ναι, νομίζω μοιάζουν πολύ σημερινά, εύκολα έχουμε σύγχρονες προβολές τους σε αντίστοιχους τέτοιους ανθρώπους. Καθαρίζουν κόσμο αλλά μπορεί να είναι εξαιρετικά αγαπητοί σε μεγάλη μερίδα του κοινού. Τα παραδείγματα κάνουνε μπαμ.

  • Όσον αφορά τους Ληστές, εσύ που εντρύφησες τόσο στην ιστορία τους, πόσο μπορεί να ταυτίστηκες μαζί τους προσπαθώντας να μπεις στο πετσί των χαρακτήρων τους; Εννοώ να τους συμπάθησες κάπως, ακόμα κι αν είναι/ ήταν καθάρματα;

  • Κάθε άνθρωπος έχει περισσότερες πλευρές από το καλός/ κακός. Σίγουρα εμπεριέχει «ρίσκο» και είναι ενδιαφέρον να καταπιάνεται όποιος δημιουργός με «κακούς», αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές αλλά αυτό το ζήτημα η δραματουργία το έχει λύσει από τον καιρό του Σαίξπηρ μέχρι το πιο πρόσφατο αμερικάνικο σινεμά (βλ. Ο Νονός, Scarface). Ναι, προσπαθούμε να «μπούμε» στους χαρακτήρες αλλά δεν τους καθαγιάζουμε- είναι ενδιαφέροντες γιατί κινούνται εκτός ορίων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι συμπαθητικοί κιόλας. Δεν τους δικαιολογούμε λοιπόν- φτιάχνουμε μόνο έναν χάρτη του κόσμου τους και αφήνουμε τον αναγνώστη να σκεφτεί.

  • Να μιλήσουμε λίγο για το σχέδιο του κόμιξ; Σε μένα φάνηκε να χρωματίζεις τέλεια τον τόπο και την εποχή της δράσης. Και οι άνθρωποι, σα να τους φόρες στολή παραλλαγής για να είναι ενταγμένοι στο τοπίο, μέρος του.

  • Αποφάσισα πολύ γρήγορα το ύφος του σχεδίου, αυτό το ασπρόμαυρο σχέδιο με τους τόνους να έχουν την αίσθηση της ακουαρέλας, του γκρι. Αυτό προφανώς είναι και μια επιρροή που έχουμε όλοι μας από τις ασπρόμαυρες εικόνες αυτής της εποχής, μεταφερόμαστε μέσω αυτών των χρωμάτων πιο εύκολα στο τότε. Αλλά και τα στοιχεία του νουάρ και του μπάλκαν γουέστερν που έχει η ιστορία των Ληστών με κατεύθυναν στο ασπρόμαυρο. Ειδικά όταν ο τόπος, το σκηνικό της ιστορίας είναι η Ήπειρος όπου τα τοπία είναι συχνά ομιχλώδη και άχρωμα. Οι άνθρωποι με τη μίξη αυτών των τριών χρωμάτων- άσπρο, μαύρο, γκρι- μετατρέπονται κάπως σε σύμβολα, φαίνονται πέτρινοι, κομμένοι με γωνίες. Το χρώμα μπορεί να τους έκανε πιο ρεαλιστικούς τυπικά αλλά θα αποδυνάμωνε το κοντράστ των χαρακτήρων τους.

  • Μου έκανε εντύπωση ότι οι Ληστές θα ολοκληρωθούν ως δίτομη έκδοση.

  • Μαζί με τον δεύτερο τόμο θα είναι περίπου 260 σελίδες συνολικά. Ο πρώτος τόμος τελειώνει όταν οι Ληστές μπαίνουν στα Γιάννενα, νομιμοποιούνται και παύουν (για κάποιον καιρό) να είναι ληστές. Αυτό λειτουργεί σαν ένα πρώτο κλείσιμο της ιστορίας- μετά αρχίζει μια δεύτερη περίοδος της ζωής τους.

  • Φαντάζομαι η μεγάλη έκταση του κόμιξ είναι ανάλογη της «πόρωσής» σου με τη δημιουργία του.

  • Προέκυψε αυθόρημητα, φυσικά. Γιατί αυτό το κόμιξ εξιστορεί όλη τη ζωή των δύο βασικών χαρακτήρων του, έχει την (κινηματογραφική) λογική του «Κάποτε στην Αμερική». Ξέραμε από την αρχή ότι θα είναι μεγάλο. Θεωρήσαμε ότι θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με όλη τη γκάμα της ζωής αυτών των ανθρώπων και πως οι ίδιοι εξελίσσονται σαν χαρακτήρες, παρά να επικεντρωθούμε σε ένα γεγονός.

 

«Η δουλειά για να βγει αυτό το βιβλίο κράτησε περίπου τρία χρόνια. Αλλά το είχα στο μυαλό μου από το 2012- το «πάγωνα» για να κάνω άλλα πράγματα, τον Ερωτόκριτο, τον Μπλε Κομήτη».

 

.

 

«Με τον Γιάννη (Ράγκο) γράφουμε τώρα το σενάριο για τον δεύτερο τόμο και σύντομα θα ξεκινήσω να σχεδιάζω», λέει ο Γ. Γούσης. «Καλό θα είναι να κυκλοφορήσει κι αυτός σχετικά σύντομα, ίσως μέσα στα επόμενα δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί το πρότζεκτ των Ληστών. Δεν με «καίει» η εμπορική του συνέχεια πάντως, θέλω μόνο να βγει όπως πρέπει».

 

  • Νομίζω ότι οι «Ληστές» είναι ένα σενάριο που θα μπορούσε να μεταφερθεί εξαιρετικά στον κινηματογράφο.

  • Δεν θελήσαμε να φτιάξουμε ένα κόμιξ για να γίνει μετά ταινία. Παρόλα αυτά η υπόθεσή του και ο τρόπος που έχουμε αφηγηθεί την ιστορία- με σκηνές, χωρίς αφηγητή και voiceover- είναι τέτοιος που θα μπορούσε να μεταφερθεί και στην οθόνη, ίσως σαν σειρά δέκα επεισοδίων. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα ήταν κοστοβόρο, αλλά αν γινόταν σωστά θα μπορούσε να είναι και εμπορικό.

  • Να μιλήσουμε για την πρώτη σου πραγματική κινηματογραφική απόπειρα, τον «Χειροπαλαιστή»;

  • «Ο Χειροπαλαιστής είναι το πορτρέτο ενός χειροπαλαιστή, αθλητή μπρα ντε φερ δηλαδή, που ζει στην επαρχία. Στην πραγματικότητα κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο αδελφός μου και ο τόπος είναι το χωριό μας στην Ήπειρο. Παρακολουθούμε την ζωή του εκεί και κάποιες προπονήσεις που κάνει με σκοπό να κατέβει στην Αθήνα για να παίξει έναν αγώνα.

 

«Η ταινία δεν ασχολείται τόσο με την αθλητική δραστηριότητα του ήρωά της, όσο με το τη ζωή στην επαρχία: πως ένας τριαντάχρονος περιορίζεται και δυσλειτουργεί ζώντας σε ένα χωριό με γέρους και συντηρητικούς ανθρώπους, ενώ ο ίδιος είναι πολύ πηγαίος και δραστήριος. Και για το πως όλα αυτά που ονειρεύτηκε, ναυαγούν».

 

  • Μου έκανε εντύπωση η ταινία από το ξεκίνημά της, από το πρώτο κιόλας λεπτό, γιατί ο πρωταγωνιστής εκφράζεται πολύ αυθόρμητα, χωρίς να μασάει καθόλου τα λόγια του για τους υπόλοιπους κατοίκους και το κοινωνικό περιβάλλον αυτού του μικρού τόπου.

  • Αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον και για εμάς, πως θα «ειπωθούν» όσα λέει στην ταινία, πως θα μονταριστούν. Ο ίδιος ο κεντρικός χαρακτήρας δεν είχε κανένα πρόβλημα για το πως θα φανεί όλο αυτό- ήταν κάτι που όντως βίωνε και δεν τον ένοιαζε πως θα βγει στην οθόνη.

«Ήθελα η ταινία να είναι και “χτύπημα”, να ακουστούν πράγματα που όλοι τα λέμε (ιδιωτικά, “μεταξύ μας”) αλλά τελικά δεν τα λέει κανείς (ανοιχτά, δημόσια)».

«Είναι φοβερό πάντως το πως λειτουργούμε οι άνθρωποι», λέει ο Γούσης. «Όταν βλέπεις μια ταινία ταυτίζεσαι με τον πρωταγωνιστή, με τα λόγια και τις απόψεις του συνήθως. Και στη δική μας ταινία ο θεατής, έχοντας “πάρει το μέρος” του πρωταγωνιστή, νιώθει ότι οι συμπεριφορές και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες της πραγματικής ζωής που αυτός στηλιτεύει τόσο χύμα, μόνο τον ίδιο δεν αφορούν. Παρά μόνο όλους τους άλλους».

 

.

 

«Κανείς απ’ όσους είδαν την ταινία δεν θεώρησαν ότι ο πρωταγωνιστής μιλάει για αυτούς, ότι τα “χώνει” σε αυτούς. Όλοι είπανε “μπράβο, πέστα”. “Κι εγώ τα ίδια λέω”, αυτό σκέφτηκαν. Γιατί όλοι πίστευαν εκείνη τη στιγμή ότι η κριτική απευθύνεται σε κάποιον άλλο».

 

  • Εντυπωσιακός ο ανθρώπινος τρόπος αντίληψης, η ανθρώπινη κατασταση τελικά...

  • Δεν είναι μόνο τα ανθρώπινα αντανακλαστικά. Και η τέχνη τελικά οδηγεί σε αυτόν τον υποκειμενισμό: γιατί η τέχνη τα φιλτράρει όλα. Τίποτα δεν λειτουργεί στη βάση του ρεαλισμού. Όλα ενεργούν σαν κομμάτια ενός καθρέφτη που τελικά δείχνει αυτό που θέλει ο καθένας και όχι απαραίτητα την αλήθεια. Όπως οταν κοιτάζουμε το πρόσωπό μας.

  • Ή, για να το τουμπάρω κάπως, μπορεί να είναι ένας καθρέφτης που τα δείχνει όλα όπως είναι, εκτός από σένα. Ψεύτης καθρέφτης.

  • Ακόμα κι ο πρωταγωνιστής) βλέπει ένα κομμάτι του εαυτού του, αυτό που εγώ αναδεικνύω- σίγουρα στη ζωή του είναι ακόμα πιο τρισδιάστατος.

«Εντέλει ο Χειροπαλαιστής είναι μια ταινία για μένα, δείχνει όσα ήθελα εγώ να φωτίσω, όσα ενδιέφεραν εμένα- και, ίσως, βλέπω και στον εαυτό μου».

  • Πότε γυρίστηκε;

  • Στις αρχές του 2019, μέσα σε 4 μέρες. Οξύμωρο για ντοκιμαντέρ αλλά ασχολήθηκα με ένα οικείο θέμα, με πράγματα που είχα ήδη παρατηρήσει, δεν προσπάθησα να ανακαλύψω κάτι.

  • Το θέμα πως προέκυψε;

  • Καταρχήν γιατί ήταν προσβάσιμο- ήταν η πιο πραγματοποιήσιμη (και για πρακτικούς λόγους) από τις διάφορες ιδέες που είχα. Ο πρωταγωνιστής είναι αδερφός μου- κι αυτό βοήθησε να είναι ανοιχτός μαζί μας στη διάρκεια του γυρίσματος. Κι επίσης είναι ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας, ένας άνθρωπος που δεν “κολώνει” πουθενά και τον παρατηρώ χρόνια. Είναι μάλλον σπάνιο να βρεις έναν χαρακτήρα που έχει να πει πράγματα και θα αναπτύξεις μαζί του την οικειότητα που απαιτείται για ένα αυθεντικό αποτέλεσμα.

  • Το μπάτζετ σας;

  • Μηδενικό, με δικά μας χρήματα έγιναν τα γυρίσματα. Οικογενειακό το κλίμα, πολύ λίγοι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα δύο άνθρωποι δουλέψαμε για αυτήν την ταινία. Στο χωριό ταξιδέψαμε μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας- μαζί κάναμε και το μοντάζ. Ήχο, χρώμα, όλα τα κάναμε σχεδόν οι δυο μας.

  • Το κίνητρο; Γιατί έγινε αυτή η ταινία;

  • Από ανάγκη. Είχα την ανάγκη να κάνω κάτι σε σχέση με το σινεμά. Σε ένα διαφημιστικό για τον Μπλε Κομήτη γνώρισα τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργος Κουτσαλιάρης- και του περιέγραψα την ιδέα, τον κεντρικό χαρακτήρα αλλά και την κατάσταση, την ιδιαίτερη «συνθήκη» που υπάρχει στο χωριό. Θεώρησα πως αν πάμε με μια κάμερα, με κάποιον τρόπο κάτι θα βγει. Η ιδέα ήταν να τραβήξουμε την καθημερινότητα του κεντρικού χαρακτήρα στο χωριό και το ταξίδι του σε έναν αγώνα. Όλο το υπόλοιπο προέκυψε, ή απλά βρισκόταν εκεί. Δεν ήθελα να κάνω φιλμ την ελληνική επαρχία, ούτε να διατυπώσω ένα κοινωνικό σχόλιο. Αυτά προέκυψαν. Γιατί απλώς δεν μπορείς να τα αποφύγεις. Το τι θα πραγματεύεται τελικά η ταινία, που θα στοχεύσει, η δομή και ο ρυθμός της ταινίας κατασκευάστηκαν στο μοντάζ. 

«Μάλλον ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό από τα κόμιξ, κάτι όχι τόσο μοναχικό, κλεισμένος σε ένα σπίτι να σχεδιάζω», εξηγεί ο Γούσης. «Και όπως κατάλαβα αργότερα ήθελα να δοκιμάσω και κάτι όπου δεν θα είχα τον απόλυτο έλεγχο στο τελικό αποτέλεσμα, όπως συμβαίνει στη δημιουργία ενός κόμιξ».

«Ήθελα να διαχειριστώ μια κατάσταση όπου συμβαίνουν αναπάντεχα πράγματα που μπορεί να σε εκπλήξουν κιόλας: η πραγματικότητα επιδρά πολύ περισσότερο (και ανεξέλεγκτα) σε μια ταινία τεκμηρίωσης απ’ ότι σε ένα κόμιξ. Στο σινεμά οφείλεις να επικοινωνήσεις με άλλους ανθρώπους. Και έχει σημαντική σωματική δραστηριότητα. Πρέπει να βγεις έξω και να το ζήσεις».

«Τώρα θέλουμε να κάνουμε το ίδιο θέμα, τον ίδιο χαρακτήρα, τον Χειροπαλαιστή ταινία μεγάλου μήκους».

 

  • Έχει αλλάξει κάτι στο στόρι, στην ζωή του πρωταγωνιστή;

  • Έφυγε από το χωριό, τα παράτησε. Και επέστρεψε στην Αθήνα.

  • Πως σκέφτεσαι τον Χειροπαλαιστή σαν μεγάλου μήκους;

  • Θα χρησιμοποιήσουμε την μικρού μήκους ως αρχή της μεγάλης ταινίας- θα έχει διάρκεια γύρω στα 70 λεπτά και σε αυτήν θα βλέπεις τη συνέχεια της ιστορίας. Νομίζω θα έχει ενδιαφέρον γιατί εκεί ο χαρακτήρας θα φανεί ακόμα πιο τρισδιάστατος. Σταματάει να είναι το θέμα μας ο κόσμος της επαρχίας και πως καταπιέζεται ο πρωταγωνιστής σε αυτό το περιβάλλον: θα προκύψει ένα πολύ πιο ψυχαναλυτικό τελικό αποτέλεσμα, θα αναδειχθούν τα εσωτερικά προβλήματα του πρωταγωνιστή».

«Θα είναι μια ταινία για την ψυχοσύνθεση του άντρα. Ο αδερφός μου είναι ένας άνθρωπος που έχει μια εικόνα macho αρσενικού, ενώ η ψυχή του είναι στην πραγματικότητα παιδική. Ναϊφ. Αγνή και χαρούμενη. Είναι, όμως, εγκλωβισμένος σε μια εικόνα που έχει κατασκευαστεί για αυτόν».

«Ο πρωταθλητισμός έχει γίνει δηλητήριο για αυτόν- του έχει δημιουργήσει τη συνθήκη του “πρώτος ή τίποτα”. Πρέπει να είναι δυνατός, πρέπει να είναι πρώτος, καλό αφεντικό και επιτυχημένος. Όλοι μας εγκλωβιζόμαστε λίγο πολύ σε αυτά τα πρότυπα. Κι ας μην χρειάζεται να είμαστε τίποτα από αυτά».

«Τελικά το πρόβλημα έχει να κάνει κυρίως με τον ίδιο σου τον εαυτό και λιγότερο με τον τόπο που ζεις ή οτιδήποτε άλλο. Τα προβλήματα δε σταματούν πουθενά. Και όσο τα αφήνεις να σε επηρεάζουν, δημιουργείται μια κατάσταση όπου μοιάζεις να κυνηγάς ο ίδιος τις δυσκολίες, τον πόνο και τον κάματο. Για τον ήρωα του Χειροπαλαιστή η εύκολη νίκη δεν έχει καμιά σημασία».

«Και στην κοινωνία μας αυτή η φόρμουλα της καριέρας και του πρωταθλητισμού έχει “περάσει” σαν αναγκαστική συνθήκη. Κανείς δεν κυνηγά την ευχαρίστηση, όλοι κυνηγάνε την “καριέρα”, μηχανιστικά πλέον. Κανείς, όμως, δεν ρωτά αν είσαι ευτυχισμένος, αν φχαριστιέσαι τα σκαλοπάτια που ανεβαίνεις».

«Ο Χειροπαλαιστής, έστω, μέσα σε αυτές τις δυσκολίες, σε αυτούς τους κύκλους που κάνει γύρω από τον εαυτό του βρίσκει τον τρόπο να τουμπάρει τις καταστάσεις και να βιώνει ένα μερίδιο της ευτυχίας».

(Ο «Χειροπαλαιστής» θα προβληθεί την Πέμπτη, 29 Οκτωβρίου, στο Γαλλικό Ινστιτούτο στα πλαίσια της διοργάνωσης Χρυσές Νύχτες 2020 της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου).

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.