Header Ads

Σον Κόνερι: Στην καριέρα μου γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, φίλησα όμορφες γυναίκες και αμείφθηκα πολύ καλά γι’ αυτό

1964, στο 'Goldfinger'

Ο σερ Τόμας Σον Κόνερι, ο πρώτος και καλύτερος όπως έδειξε ο χρόνος, Τζέιμς Μποντ, το sex symbol των 60s και θρύλος του παγκόσμιου κινηματογράφου, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών στον ύπνο του, στην κατοικία του στις Μπαχάμες, όπου ζούσε μόνιμα την τελευταία δεκαετία, περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του.

Κι όμως, προτού γίνει η ενσάρκωση του πιο διάσημου Βρετανού κατασκόπου στην ιστορία του σινεμά, ο Κόνερι ήταν άλλο ένα παιδί φτωχής οικογένειας από το Φάουντεμπριτζ της Σκωτίας. Γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1930. 

«Έχω κάνει πολλές ταινίες, μερικές από τις οποίες έχω ξεχάσει και μερικές από τις οποίες προσπάθησα να ξεχάσω. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περίεργης υπόθεσης που ονομάζουμε καριέρα, ταξίδεψα σε πολλά εξωτικά μέρη, γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, φίλησα δεκάδες όμορφες γυναίκες και στην πραγματικότητα αμείφθηκα πάρα πολύ καλά γι’ αυτό και είμαι πιο ευγνώμων».

Ήταν γιος ενός Καθολικού εργάτη και μιας Προτεστάντισσας καθαρίστριας. Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία κατά τον 19ο αιώνα. Ο νεαρός Τόμι, όπως ήταν το προσωνύμιο του, μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό.

Όπως είχε πει σε συνέντευξη του στη The Scottish Sun «το υπόβαθρο μου ήταν σκληρό. Ήμασταν φτωχοί, αλλά δεν είχα καταλάβει πόσο φτωχοί ήμασταν, παρά πολλά χρόνια μετά».

Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκανε ήδη διάφορες δουλειές του ποδαριού για να συνεισφέρει στο οικογενειακό εισόδημα, -μεταξύ άλλων μοίραζε γάλα και γυάλιζε φέρετρα.

«Από τη στιγμή που άρχισα να δουλεύω πλήρωνα το μερίδιο μου στο νοίκι και η στάση στο σπίτι και σε όλη τη στη Σκωτία, ήταν, όπως στρώσεις θα κοιμηθείς. Δεν ζήτησα συμβουλές και δεν πήρα συμβουλές. Ή θα τα κατάφερνα μόνος μου ή καθόλου...»

Στα 16 του, κατετάγη στο Βασιλικό Ναυτικό, απ’ όπου όμως απολύθηκε τρία χρόνια αργότερα για ιατρικούς λόγους, καθώς είχε έλκος στο στομάχι. Από εκείνη την εποχή χρονολογούνταν τα δύο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο: ”Μαμά και μπαμπάς” και ”Σκωτία για πάντα”. Η οικογένεια και η Σκωτία ήταν οι προτεραιότητες της ζωής του.

Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, κέρδισε τη φήμη του «σκληρού» όταν μια εξαμελής συμμορία προσπάθησε να τον κλέψει κι εκείνος τους έβγαλε νοκ άουτ.

Την περίοδο εκείνη προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: Έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Του άρεσε το μπόντι μπίλντινγκ και μάλιστα συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση.

Ασχολήθηκε επίσης με το ποδόσφαιρο, αλλά όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών την εβδομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι: είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της σκηνής όταν έκανε διάφορες μικροδουλειές σε ένα τοπικό θέατρο. «Ήταν μια από τις εξυπνότερες επιλογές μου», θα έλεγε, χρόνια αργότερα.

Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το Lilacs in the Spring. Ακολούθησαν ρολάκια στην τηλεόραση -μεταξύ άλλων έπαιξε και έναν γκάνγκστερ σε ένα σίριαλ του BBC.

Και μετά, ήρθε ο Μποντ.

Οι παραγωγοί Κάμπι Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ και αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να παίξει τον 007. Υποψήφιοι για τον ρόλο ήταν μεταξύ άλλων ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Κάρι Γκραντ και ο Ρεξ Χάρισον. Η σύζυγος του Μπρόκολι ήταν εκείνη που τον έπεισε ότι ο Σον Κόνερι είχε αυτό που χρειαζόταν για τον ρόλο -μαγνητισμό και σεξουαλική χημεία. Ο Φλέμινγκ, διαφωνούσε αρχικά με την επιλογή, όμως άλλαξε γνώμη όταν είδε τον Κόνερι στην οθόνη.

Η πρώτη ταινία «Δρ. Νο», σημείωσε τεράστια επιτυχία, στη Βρετανία και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Ο Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971) και, μερικά χρόνια αργότερα, το (ανεπίσημος) «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983).

Πρωταγωνίστησε επίσης, μαζί με τον επιστήθιο φίλο του, τον Μάικλ Κέιν, στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», όμως τη δεκαετία του 1970 του έδιναν δεύτερους ρόλους.

Το 1987 κέρδισε το βραβείο Bafta, ερμηνεύοντας τον Ουίλιαμ της Μπάσκερβιλ στην ταινία «Το όνομα του Ρόδου», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο. Και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Όσκαρ Β′ Ανδρικού Ρόλου παίζοντας έναν Ιρλανδό αστυνομικό (αν και με σαφέστατη σκωτσέζικη προφορά) στους «Αδιάφθορους».

Στον «Ιντιάνα Τζόουνς» έπαιζε τον πατέρα του Χάρισον Φορντ, αν και ήταν μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ κατόπιν, στο πλάι του Νίκολας Κέιτζ στον «Βράχο», επέστρεψε στον ρόλο του «Βρετανού κατασκόπου».

Το 2006 του προτάθηκε ο ρόλος του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όμως εκείνος δήλωσε ότι κουράστηκε από την υποκριτική μετά από 64 ταινίες και βαρέθηκε τους «ηλίθιους που γυρίζουν ταινίες στο Χόλιγουντ».

Η δημοτικότητά του δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Σε ηλικία 59 ετών το περιοδικό People τον ανακήρυξε ως τον «πιο σέξι» άνδρα του πλανήτη, ενώ το 2013, σχεδόν δέκα χρόνια μετά αφότου αποσύρθηκε από το σινεμά, ανακηρύχθηκε ο αγαπημένος ηθοποιός των Αμερικανών.

Ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος από το 1975 με τη Γαλλο-Τυνήσια ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν.

Από τον πρώτο του γάμο, με την Νταϊάν Σιλέντο, είχε αποκτήσει έναν γιο, τον επίσης ηθοποιό Τζέισον Κόνερι.

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.