Header Ads

Υεμένη: Μια χώρα με πολλά μέτωπα

Η Υεμένη, εδώ και τέσσερα χρόνια, αποτελεί έναν τόπο συγκρούσεων, καθώς διέπεται από έναν αιματηρό και διαρκή εμφύλιο πόλεμο.  Τα επεισόδια που καταγράφονται καθημερινά στα σημεία των μαχών ευθύνονται, τόσο για τις εκατοντάδες απώλειες, όσο και για την ανθρωπιστική κρίση, την οποία βιώνει ο κόσμος της Υεμένης.

Η χώρα, εδώ και χρόνια, είναι κατακερματισμένη μεταξύ διαφορετικών ομάδων με ξεχωριστές αξιώσεις η καθεμία. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί τόσο στις θρησκευτικές αποκλίσεις που διέπουν τις εν λόγω ομάδες, όσο και στο ιστορικό παρελθόν που συνοδεύει την Υεμένη.

Όπως είναι γνωστό, η Βόρεια Υεμένη αποτελούσε μέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ αργότερα μετεξελίχθηκε σε Βασίλειο, μέχρι το 1962 όπου μετονομάστηκε σε Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης.

Αντιθέτως, η Νότια Υεμένη στο πέρασμα του χρόνου χάραξε διαφορετική πορεία από το Βόρειο τμήμα της, καθώς είχε υπάρξει προτεκτοράτο της Βρετανίας, ενώ μετέπειτα ακολούθησε το δρόμο του σοσιαλισμού.

Οι δύο αυτές περιοχές, όντας ανεξάρτητες η μια από την άλλη, κλήθηκαν να συμπορευτούν ως ενιαίο κράτος από το 1990, παρά το γεγονός ότι είχαν εντελώς διαφορετικά ιστορικά κατάλοιπα.

Σήμερα, παρατηρούμε ότι η Υεμένη βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ ενός εμφύλιου σπαραγμού και ενός πολέμου που διεξάγεται δια αντιπροσώπων.

Συγκεκριμένα, για κάθε ομάδα που εδράζεται στα εδάφη της περιοχής υπάρχει και μια διαφορετική Μεγάλη Δύναμη που την υποστηρίζει με κάθε μέσο.

Μία τέτοια ομάδα είναι και εκείνη των Χούθι ή αλλιώς Ανσάρ Αλλάχ, οι οποίοι τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν αποκτήσει μεγάλη ισχύ στην περιοχή, με αποκορύφωμα την κατάληψη της Πρωτεύουσας Σάναα. Η δράση των σιιτών Χούθι στηρίζεται τόσο στην απήχηση που εκείνοι έχουν στις φυλετικές ομάδες, όσο και στις φήμες περί υποστήριξής τους από το Ιράν.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, βρίσκονται η εξόριστη Κυβέρνηση του Χαντί, αλλά και οι αποσχιστικές ομάδες του Νότου. Παρά τις αποκλίσεις που χωρίζουν τις δύο αυτές ομάδες, το κοινό σημείο που τους φέρνει κοντά είναι η καταστολή της ομάδας των Χούθι.

Αρωγοί στις προσπάθειες αυτές, στέκονται η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δύο χώρες που τα τελευταία χρόνια έχουν επέμβει στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, δια μέσω αλλεπάλληλων αεροπορικών βομβαρδισμών κατά των στρατιωτικών στόχων των Χούθι.

Αντίστοιχα, η σιιτική ομάδα, κατά διαστήματα φέρεται να έχει προχωρήσει σε επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον στόχων της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.

Η εν λόγω κατάσταση αποκτά περίπλοκες διαστάσεις αν αναλογιστούμε ότι οι ομάδες που αντιμάχονται τους Χούθι, δηλαδή η Κυβέρνηση και οι Αποσχιστές του Νότου, παρά το κοινό τους μέτωπο, διακατέχονται από διαφορετικές πεποιθήσεις και συμφέροντα, τα οποία και έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται.

Σε πρόσφατα γεγονότα, μάλιστα, οι αυτονομιστές του Νότου κατέλαβαν στρατηγικά σημεία στην περιοχή Άντεν, προκαλώντας την ανησυχία, όχι μόνο της Κυβέρνησης Χαντί, αλλά και ολόκληρης της Διεθνούς Κοινότητας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα των αυτονομιστών ευεργετείται στρατιωτικά και οικονομικά από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ενώ η Κυβέρνηση Χαντί υποστηρίζεται από  τη Σαουδική Αραβία, στην οποία και έχει καταφύγει ο ίδιος ο Πρόεδρος.

Οι ανησυχίες που εκφράζονται για τις δύο αυτές ομάδες είναι έντονες, καθώς πλήθος ερευνητών κάνει λόγο για πιθανό εμφύλιο πόλεμο εντός του υπάρχοντος εμφυλίου πολέμου.

Ασφαλώς, όταν γίνεται αναφορά στις Μεγάλες Δυνάμεις που εμπλέκονται στα γεγονότα της Υεμένης, δεν θα πρέπει να παραλείπεται και ο ρόλος των ΗΠΑ. Η παρουσία της Αμερικής στην Υεμένη παρουσιάζει μια ιστορική διαχρονία, μιας και εξ’ αιτίας της ύπαρξης της Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, η Μεγάλη Δύναμη αναζητούσε τρόπους ώστε η χώρα να τεθεί υπό τον έλεγχό της.

Σήμερα, οι ΗΠΑ προμηθεύουν με στρατιωτικό εξοπλισμό τη σύμμαχο Δύναμη, Σαουδική Αραβία, η οποία με τη σειρά της προχωρά σε βομβαρδιστικές επιθέσεις κατά αντίπαλων στόχων εντός της περιοχής.

Έτσι, το αποτέλεσμα που έχει προκύψει, όσον αφορά στην Υεμένη, είναι η χώρα να βιώνει μια βαθειά διάσπαση, η οποία και υποκινείται όσο το δυνατόν περισσότερο από έξωθεν Δυνάμεις.

Το βέβαιο είναι ότι για όσο διάστημα τα στρατηγικά σημεία της περιοχής βρίσκονται υπό διεκδίκηση, οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εξακολουθούν να δρουν επιχειρησιακά.

Ωστόσο, το καίριο ερώτημα που τίθεται, αφορά το μέλλον της Υεμένης και το κατά πόσο η χώρα θα καταφέρει να απεμπλακεί από τις εμφύλιες διαμάχες που την κατατρέχουν, από τη στιγμή, μάλιστα, που ο πυρήνας του κράτους έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά.

Κωνσταντίνα Τσάκαλου
Από το Blogger.