Η Οθωμανική κυριαρχία στους Πύργους (Κατράνιτσα) Εορδαίας (της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
Η οθωμανική κατάκτηση της Μακεδονίας, που ολοκληρώνεται κατά το 15ο αιώνα, επέφερε μεγάλες αλλαγές στον πληθυσμό των Βαλκανίων, γενικά, και στη Μακεδονία, ειδικότερα. Ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός άρχισε να εγκαταλείπει τα πεδινά και να στρέφεται προς τα ορεινά, ενώ η οικονομική και πνευματική "ελίτ" καταφεύγει στη Δύση. Ταυτόχρονα, εγκαθίστανται, κυρίως στην Κεντρική Μακεδονία, Τουρκομανικοί πληθυσμοί (Γιουρούκοι).
Όσοι χριστιανοί δεν μπόρεσαν να αντέξουν την σκληρότητα του οθωμανικού ζυγού και τις ταπεινώσεις ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό. Αυτοί οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί ως Βαλαάδες, βρίσκονταν σε μερικά μέρη της περιοχής Κοζάνης μέχρι την εποχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας (1912). Αργότερα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-24), ακολούθησαν τη μοίρα των ομοθρήσκων τους και εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία.
Από τον 17ο αι. και μετά, η κατάσταση σταθεροποιείται κάπως και οι χριστιανικοί πληθυσμοί ξαναγυρίζουν στα πεδινά. Καθώς δεν υπάρχουν σύνορα στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία, παρατηρούνται μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Όπως γράφει ο καθηγητής Βακαλόπουλος στην Ιστορία της Μακεδονίας (σελ. 7): "Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί βρίσκουν την ευκαιρία και μετακινούνται ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση, προς τη Μακεδονία και μέσα σ' αυτήν, διασταυρώνονται και αναμειγνύονται με τους εντόπιους, δημιουργώντας νέες εγκαταστάσεις, νέους όρους ζωής και νέα προβλήματα: ενώ από το ένα μέρος Τούρκοι και εγκαθίστανται σε διάφορα μέρη της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, από το άλλο, Έλληνες της Θεσσαλίας και κυρίως της Μακεδονίας και της Ηπείρου μετακινούνται και προχωρούν ειρηνικά προς Βορρά, προς τη Σερβία, την Αυστρία και Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και Ρουμανία, σχηματίζοντας μέσα στις πόλεις τους ελληνικές παροικίες, ιδρύοντας κωμοπόλεις και χωριά ή ενισχύοντας παμπάλαιους πληθυσμιακούς πυρήνες.Νότιοι Σλάβοι και κυρίως Βούλγαροι, κατεβαίνοντας προς Νότο για αναζήτηση εργασίας, ανανεώνουν παλαιά κατάλοιπα των σλαβικών αποικισμών του μεσαίωνα σε ορισμένα σημεία της Μακεδονίας ή κάνουν και αυτοί νέες εγκαταστάσεις".
Το μαύρο πέπλο της σκλαβιάς σκεπάζει την Ελλάδα και μέσα σ' αυτήν και τους Πύργους Εορδαίας. Η συμπεριφορά του βάρβαρου κατακτητή ήταν πολύ σκληρή και πολλοί έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς και άλλοι το ανεπίστροφο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Οι Τούρκοι, εκτός από το παιδομάζωμα και το άρπαγμα των πιο όμορφων κοριτσιών για να στολίσουν τα χαρέμια των Πασάδων, πράγμα που έθιγε την πιο ευαίσθητη χορδή της τιμής της Ελληνικής οικογένειας, έκαμναν στους υπηκόους τους πολλά βασανιστήρια, ταπεινώσεις, κάθε είδους εξευτελισμούς, λεηλασίες, κλέβανε τα ζωντανά, τις σοδιές και πολλές φορές ξέζευαν τα βόδια από το ζυγό που έσερναν και όργωναν με τα ξύλινα της εποχής αλέτρια, έδερναν τους νοικοκυραίους και άρπαζαν τη γη των πατέρων τους.
Σύμφωνα με την παράδοση, την όμορφη Λένω είχαν απαγάγει οι Τούρκοι, κόρη του Θανάση Χατζηνάσιου κι αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου Καρύδη, ο οποίος σύναξε τα παλικάρια του και με ορμητική επέλαση και με τη βοήθεια της Λένως, την ελευθέρωσε μαζί με όλες τις άλλες σκλάβες Ρωμιοπούλες στο ίδιο χαρέμι. Οι Τούρκοι έστησαν τότε αγχόνες στην Κατράνιτσα κι έβαλαν σφαγή στους αθώους, που άλλοι σκορπίστηκαν τρομαγμένοι στα γύρω χωριά κι άλλοι εκπατρίστηκαν μέχρι τη Βιέννη. Απόηχος των γεγονότων εκείνων είναι το παρακάτω τραγούδι, όπου η Λένω υμνείται σαν καπετάνισσα:
Η Λένω η καπετάνισσα, η μοσχοαναθρεμένη,
η Λένω η Κατρανιτσιώτισσα, η αρχοντοθυγατέρα,
που τα πουλιά τη ζήλευαν, της άνοιξης τα αηδόνια,
σε ράχη εροβόλησε κοντά σε κρύα βρύση.
Φοράει γιορτάνι μάλαμα, φλουριά κωνσταντινάτα
κι έχει στη μέση το σπαθί το Τουρκοματωμένο.
Σαν πέρδικα περήφανη, σαν χαμαλοτρυγόνα
με ταίρι της αχώριστο τον καπετάν Καρύδη.
Μπροστά σ' αυτή την απελπιστική, ανυπόφορα τραγική κατάσταση, που βίωναν όλοι οι κάτοικοι κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, με την προτροπή των σοφών τότε δημογερόντων συνήλθαν σε μυστική Συνέλευση. Στη Συνέλευση συζητήθηκαν και περιγράφτηκαν με τα μελανότερα χρώματα τα παθήματά τους. Έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το χωριό και να πάνε σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Ο τρόπος της φυγής καθορίστηκε βάση προδιαγραμμένου σχεδίου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ημερομηνία ανάγεται χρονικά με την αρπαγή της Λένως, το 1670 μ.Χ. σαν χρόνος αναγνώρισης.
Με απόλυτη μυστικότητα, λοιπόν, αποβραδίς θα στόλιζαν τα τραπέζια τους με φαγητά, πάνω στο τραπέζι κάθε οικογένειας θα υπήρχαν τρία (3) σφαγμένα κοτόπουλα. Το πρώτο θα έχει όλα τα πούπουλα, το δεύτερο θα ήταν μισοξεπουπουλισμένο και στο τρίτο δεν θα υπήρχε ούτε ένα πούπουλο, θα φόρτωναν τα αλογομούλαρα και στα μουλαρογάιδουρα, ό,τι πολυτιμότερο μπορούσαν να σηκώσουν τα ζωντανά και οι Κυρατζίδες θα φόρτωναν δωρεάν τα λίγα υπάρχοντα των φτωχών, που στερούνταν από υποζύγια. Τα πόδια των ζώων θα ήταν τυλιγμένα από κατσικομάλλινα πανιά, ώστε να μην ακουστούν όταν ξεκινήσουν.
Ρώτησαν οι κάτοικοι, τι έννοια και ποια σημασία έχουν τα κοτόπουλα και ο γεροντότερος τους εξήγησε. Όσοι απόψε, όταν της νύχτας το βαθύ σκοτάδι απλωθεί, με ακολουθήσουν, θα σωθούν από τον τύραννο και θα μοιάζουν με το πρώτο κοτόπουλο. Όσοι φύγουν αργότερα, θα μοιάζουν με το δεύτερο μισομαδημένο κοτόπουλο, γιατί οι συνθήκες ζωής θα είναι διαφορετικές από εκείνες που βρήκαν οι πρώτοι κι εκείνοι που θα μείνουν, θα μοιάζουν με το τρίτο σφαγμένο ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο.
Οι Τούρκοι σαν ξύπνησαν το πρωί και το χωριό το βρήκαν σχεδόν άδειο, άρχισαν τότε να μπαίνουν στα σπίτια που τα είχαν εγκαταλείψει και έβλεπαν στο κάθε Ρωμαίικο σπίτι, τραπέζι στολισμένο με φαγητά και κανάτες γεμάτες μοσχομύριστο κρασί και τα ποτήρια μισοαδειασμένα με τα τρία κοτόπουλα με τη σειρά που ανέφερα παραπάνω και τα κρασοβάρελα με τα εκλεχτά, γλυκομπρούσικα κρασιά, που χύθηκαν και κοκκίνησαν τις όχθες της λίμνης Αγ. Παντελεήμονα.
Τότε διερωτήθηκαν όλοι. Ο Καϊμακάμης κάλεσε τους Χοτζάδες να δώσουν εξηγήσεις. Οι Χοτζάδες είπαν αυτά που είδαν με έκπληξη, ότι έχουν συμβολικό χαρακτήρα: "Οι Γκιαούρηδες Καϊμακάμη μας" που έφυγαν, πήγαν σε μέρη που εμείς ακόμη δεν έχουμε κατακτήσει, γιατί τζάνουμ' πολύ άσχημα τους φερθήκαμε, πρέπει να αλλάξουμε το φέρσιμο μας".
Πράγματι οι περισσότεροι από κείνα τα χρόνια είχαν εγκατασταθεί στη Βιέννη "Κατρανιτσιώτες" απόγονοι των φυγάδων από την εποχή εκείνη. Επειδή οι προπάπποι των Λιαμπέων εμπορεύονταν καραβάνια, σώζονται ακόμα δυο πιάτα βιενέζικης πορσελάνης, που χρονολογούνται πολλά χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821.
(Πηγή: «Η ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ» της Παρθένας Τσοκτουρίδου)
Όσοι χριστιανοί δεν μπόρεσαν να αντέξουν την σκληρότητα του οθωμανικού ζυγού και τις ταπεινώσεις ασπάσθηκαν τον Ισλαμισμό. Αυτοί οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, γνωστοί ως Βαλαάδες, βρίσκονταν σε μερικά μέρη της περιοχής Κοζάνης μέχρι την εποχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας (1912). Αργότερα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923-24), ακολούθησαν τη μοίρα των ομοθρήσκων τους και εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία.
Από τον 17ο αι. και μετά, η κατάσταση σταθεροποιείται κάπως και οι χριστιανικοί πληθυσμοί ξαναγυρίζουν στα πεδινά. Καθώς δεν υπάρχουν σύνορα στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία, παρατηρούνται μεγάλες πληθυσμιακές μετακινήσεις. Όπως γράφει ο καθηγητής Βακαλόπουλος στην Ιστορία της Μακεδονίας (σελ. 7): "Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί βρίσκουν την ευκαιρία και μετακινούνται ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση, προς τη Μακεδονία και μέσα σ' αυτήν, διασταυρώνονται και αναμειγνύονται με τους εντόπιους, δημιουργώντας νέες εγκαταστάσεις, νέους όρους ζωής και νέα προβλήματα: ενώ από το ένα μέρος Τούρκοι και εγκαθίστανται σε διάφορα μέρη της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, από το άλλο, Έλληνες της Θεσσαλίας και κυρίως της Μακεδονίας και της Ηπείρου μετακινούνται και προχωρούν ειρηνικά προς Βορρά, προς τη Σερβία, την Αυστρία και Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και Ρουμανία, σχηματίζοντας μέσα στις πόλεις τους ελληνικές παροικίες, ιδρύοντας κωμοπόλεις και χωριά ή ενισχύοντας παμπάλαιους πληθυσμιακούς πυρήνες.Νότιοι Σλάβοι και κυρίως Βούλγαροι, κατεβαίνοντας προς Νότο για αναζήτηση εργασίας, ανανεώνουν παλαιά κατάλοιπα των σλαβικών αποικισμών του μεσαίωνα σε ορισμένα σημεία της Μακεδονίας ή κάνουν και αυτοί νέες εγκαταστάσεις".
Το μαύρο πέπλο της σκλαβιάς σκεπάζει την Ελλάδα και μέσα σ' αυτήν και τους Πύργους Εορδαίας. Η συμπεριφορά του βάρβαρου κατακτητή ήταν πολύ σκληρή και πολλοί έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς και άλλοι το ανεπίστροφο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Οι Τούρκοι, εκτός από το παιδομάζωμα και το άρπαγμα των πιο όμορφων κοριτσιών για να στολίσουν τα χαρέμια των Πασάδων, πράγμα που έθιγε την πιο ευαίσθητη χορδή της τιμής της Ελληνικής οικογένειας, έκαμναν στους υπηκόους τους πολλά βασανιστήρια, ταπεινώσεις, κάθε είδους εξευτελισμούς, λεηλασίες, κλέβανε τα ζωντανά, τις σοδιές και πολλές φορές ξέζευαν τα βόδια από το ζυγό που έσερναν και όργωναν με τα ξύλινα της εποχής αλέτρια, έδερναν τους νοικοκυραίους και άρπαζαν τη γη των πατέρων τους.
Σύμφωνα με την παράδοση, την όμορφη Λένω είχαν απαγάγει οι Τούρκοι, κόρη του Θανάση Χατζηνάσιου κι αρραβωνιαστικιά του καπετάνιου Καρύδη, ο οποίος σύναξε τα παλικάρια του και με ορμητική επέλαση και με τη βοήθεια της Λένως, την ελευθέρωσε μαζί με όλες τις άλλες σκλάβες Ρωμιοπούλες στο ίδιο χαρέμι. Οι Τούρκοι έστησαν τότε αγχόνες στην Κατράνιτσα κι έβαλαν σφαγή στους αθώους, που άλλοι σκορπίστηκαν τρομαγμένοι στα γύρω χωριά κι άλλοι εκπατρίστηκαν μέχρι τη Βιέννη. Απόηχος των γεγονότων εκείνων είναι το παρακάτω τραγούδι, όπου η Λένω υμνείται σαν καπετάνισσα:
Η Λένω η καπετάνισσα, η μοσχοαναθρεμένη,
η Λένω η Κατρανιτσιώτισσα, η αρχοντοθυγατέρα,
που τα πουλιά τη ζήλευαν, της άνοιξης τα αηδόνια,
σε ράχη εροβόλησε κοντά σε κρύα βρύση.
Φοράει γιορτάνι μάλαμα, φλουριά κωνσταντινάτα
κι έχει στη μέση το σπαθί το Τουρκοματωμένο.
Σαν πέρδικα περήφανη, σαν χαμαλοτρυγόνα
με ταίρι της αχώριστο τον καπετάν Καρύδη.
Μπροστά σ' αυτή την απελπιστική, ανυπόφορα τραγική κατάσταση, που βίωναν όλοι οι κάτοικοι κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία, με την προτροπή των σοφών τότε δημογερόντων συνήλθαν σε μυστική Συνέλευση. Στη Συνέλευση συζητήθηκαν και περιγράφτηκαν με τα μελανότερα χρώματα τα παθήματά τους. Έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το χωριό και να πάνε σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη. Ο τρόπος της φυγής καθορίστηκε βάση προδιαγραμμένου σχεδίου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Η ημερομηνία ανάγεται χρονικά με την αρπαγή της Λένως, το 1670 μ.Χ. σαν χρόνος αναγνώρισης.
Με απόλυτη μυστικότητα, λοιπόν, αποβραδίς θα στόλιζαν τα τραπέζια τους με φαγητά, πάνω στο τραπέζι κάθε οικογένειας θα υπήρχαν τρία (3) σφαγμένα κοτόπουλα. Το πρώτο θα έχει όλα τα πούπουλα, το δεύτερο θα ήταν μισοξεπουπουλισμένο και στο τρίτο δεν θα υπήρχε ούτε ένα πούπουλο, θα φόρτωναν τα αλογομούλαρα και στα μουλαρογάιδουρα, ό,τι πολυτιμότερο μπορούσαν να σηκώσουν τα ζωντανά και οι Κυρατζίδες θα φόρτωναν δωρεάν τα λίγα υπάρχοντα των φτωχών, που στερούνταν από υποζύγια. Τα πόδια των ζώων θα ήταν τυλιγμένα από κατσικομάλλινα πανιά, ώστε να μην ακουστούν όταν ξεκινήσουν.
Ρώτησαν οι κάτοικοι, τι έννοια και ποια σημασία έχουν τα κοτόπουλα και ο γεροντότερος τους εξήγησε. Όσοι απόψε, όταν της νύχτας το βαθύ σκοτάδι απλωθεί, με ακολουθήσουν, θα σωθούν από τον τύραννο και θα μοιάζουν με το πρώτο κοτόπουλο. Όσοι φύγουν αργότερα, θα μοιάζουν με το δεύτερο μισομαδημένο κοτόπουλο, γιατί οι συνθήκες ζωής θα είναι διαφορετικές από εκείνες που βρήκαν οι πρώτοι κι εκείνοι που θα μείνουν, θα μοιάζουν με το τρίτο σφαγμένο ξεπουπουλιασμένο κοτόπουλο.
Οι Τούρκοι σαν ξύπνησαν το πρωί και το χωριό το βρήκαν σχεδόν άδειο, άρχισαν τότε να μπαίνουν στα σπίτια που τα είχαν εγκαταλείψει και έβλεπαν στο κάθε Ρωμαίικο σπίτι, τραπέζι στολισμένο με φαγητά και κανάτες γεμάτες μοσχομύριστο κρασί και τα ποτήρια μισοαδειασμένα με τα τρία κοτόπουλα με τη σειρά που ανέφερα παραπάνω και τα κρασοβάρελα με τα εκλεχτά, γλυκομπρούσικα κρασιά, που χύθηκαν και κοκκίνησαν τις όχθες της λίμνης Αγ. Παντελεήμονα.
Τότε διερωτήθηκαν όλοι. Ο Καϊμακάμης κάλεσε τους Χοτζάδες να δώσουν εξηγήσεις. Οι Χοτζάδες είπαν αυτά που είδαν με έκπληξη, ότι έχουν συμβολικό χαρακτήρα: "Οι Γκιαούρηδες Καϊμακάμη μας" που έφυγαν, πήγαν σε μέρη που εμείς ακόμη δεν έχουμε κατακτήσει, γιατί τζάνουμ' πολύ άσχημα τους φερθήκαμε, πρέπει να αλλάξουμε το φέρσιμο μας".
Πράγματι οι περισσότεροι από κείνα τα χρόνια είχαν εγκατασταθεί στη Βιέννη "Κατρανιτσιώτες" απόγονοι των φυγάδων από την εποχή εκείνη. Επειδή οι προπάπποι των Λιαμπέων εμπορεύονταν καραβάνια, σώζονται ακόμα δυο πιάτα βιενέζικης πορσελάνης, που χρονολογούνται πολλά χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821.
(Πηγή: «Η ΠΡΟΓΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ» της Παρθένας Τσοκτουρίδου)