Μοναξιά και Απόγνωση στον καιρό της Πανδημίας
«Θέλω να αυτοκτονήσω, μα δεν θα το κάνω». Ερώτηση «9», ενός ερωτηματολογίου φτιαγμένου για παιδιά και εφήβους σε μια χώρα της Βόρειας Ευρώπης, την υγρή Βρετανία, που είχε το θάρρος έναν αιώνα πριν, πρώτη αυτή να πει πως χρειάζονται οι άδειες μητρότητας, πως τα παιδιά θέλουν κοντά τους, τους γονείς τους, όταν νοσηλεύονται. Στην ίδια χώρα οι ειδικοί ψυχικής υγείας τόλμησαν να προτείνουν πως όταν μιλάμε για την ψυχική νόσο και όταν οι δύσκολες ερωτήσεις για τη ζωή και το θάνατο, την σεξουαλικότητα και τις αξίες, ερωτηθούν, οι άνθρωποι όχι απλώς ανακουφίζονται, αλλά μπορεί να βρουν και τον δρόμο προς την ελευθερία! Και από εκεί, με τη σειρά της, κάθε δυτική κοινωνία καλλιέργησε συστήματα και δομές κοινωνικές, για την φροντίδα του ψυχισμού παιδιών και οικογενειών.
Στέκομαι όλο και πιο συχνά, αποσβολωμένος, χτυπημένος θα έλεγα, από το απεγνωσμένο βλέμμα ενός γονιού που μαθαίνει πως το παιδί του, αγόρι ή κορίτσι, αμφισβητεί την επιθυμία για ζωή. Αυτή η ερώτηση «9» ήταν το κρυφό μου καμάρι, πως η ίδια η δική μου επιλογή να επιστρέψω στη χώρα του ήλιου (Ελλάδα) από την χώρα της Εσπερίας (Αγγλία), μπορεί να έδινε πολλές δυσκολίες στα ίδια τα δικά μου τα παιδιά, αλλά ότι αυτό, το πιο σοβαρό ζήτημα, το εάν αξίζει δηλαδή που γεννηθήκαμε, δεν θα αμφισβητούνταν.
Στα θολά νερά των λυμάτων μας, μελέτες αποκαλύπτουν το «ιικό φορτίο», τους πιθανούς αριθμούς συμπτωματικών ή και ασυμπτωματικών φορέων του κορονοϊού COVID-19. Αποκαλύπτουν ωστόσο και κάτι ακόμα πιο συγκλονιστικό: στα απόβλητα της πόλης μας είναι πλέον δυνατή η ανίχνευση επιπέδων φαρμάκων που ανήκουν στην κατηγορία των αντικαταθλιπτικών. Και δίπλα σε αυτά… της κοκαΐνης! Όταν το 2004 είδαν το φως της δημοσιότητας άρθρα στον ευρύ Αμερικανικό τύπο για την αυξημένη κατανάλωση φαρμακευτικών σκευασμάτων στα απόβλητα της νέας Υόρκης, ανάμεσά τους και συγκεκριμένων αντικαταθλιπτικών, η Βαλκανική μου πλευρά ένιωθε μια ασυνείδητη και επιστημονικά ανυπόστατη ανακούφιση, ότι τα «δικά μας» απόβλητα, «μοσχομυρίζουν» τριγλυκερίδια και αλκοόλ από την «χαλαρή» ζωή των Ελλήνων. Επιστημονικά προφανώς και δεν είναι αρνητικό το ότι σε εποχές κοινωνικής αναστάτωσης και άγχους, όπως μιας πανδημίας, ανιχνεύονται τα αντικαταθλιπτικά.
Μπορεί να είναι και μια ένδειξη ότι ο μόχθος πολύ μεγαλύτερων από εμένα συναδέλφων του χώρου της ψυχικής υγείας, στην κατεύθυνση του αποστιγματισμού και της αποδαιμονοποίησης της ψυχικής ασθένειας, αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς. Η σκέψη ότι οι πάσχοντες συνάνθρωποί μου αποκτούν πρόσβαση σε αντίστοιχη με τα προβλήματά τους φροντίδα, είναι ενθαρρυντική. Καθώς γράφω αφηρημένα ατενίζω το διπλανό μου βουνό του Χορτιάτη. Ο νους μου τρέχει στις παρέες εφήβων που παλεύουν για την ανακούφιση της θλίψης τους μέσα από τη χρήση ουσιών… Προσγείωση! Η σκέψη της παρέας των εφήβων με επαναφέρει στο εδώ και τώρα! Υπάρχει ένα επιστημονικό δεδομένο που αν διαβαστεί αλλιώς, αποκαλύπτει πως η αύξηση των ψυχοτρόπων ουσιών εν μέσω πανδημίας, είναι ταυτόχρονα αύξηση εν μέσω εγκλεισμού, δηλαδή συγκατοίκησης, οικειότητας, υποτιθέμενης αλληλοφροντίδας με τα πιο αγαπημένα μας πρόσωπα. Κατανοώ την συνειδητοποίηση της μοναξιάς ενός ενήλικα που διαβιεί μόνος του ή μόνη της και πόσο εκκωφαντική μπορεί να γίνει η ησυχία. Στο σπιτικό ωστόσο με παιδί ή παιδιά και με εφήβους, τι συμβαίνει;
Κραυγή αγωνίας τα λόγια της Πρωτοψάλτη σε στίχους της Νικολακοπούλου:
-Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου μη πας
Δεν ζούμε, να δούμε αν αγαπιόμαστε μην πας
Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ’ ανεχτούμε
να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς (…)
Μην πας στη δουλειά να δούμε αν αγαπιόμαστε.
(Η Δουλειά, 1993)
Στη διαφημιστική καμπάνια «Μένουμε Μέσα» η πρόταση στην οικογένεια ήταν χρόνος δημιουργικός ολόκληρης της οικογένειας με βιντεάκια χορευτικής μουσικής ή μοίρασμα στα social media υποστηρικτικών ελπιδοφόρων μηνυμάτων μια και «όλοι μαζί το περνάμε». Τι είναι αυτό που στην πραγματικότητα σοκαριστικά απουσιάζει και μέσα στα ίδια μας τα σπίτια, βιώνουμε τόση μοναξιά; Ελπίδα υπάρχει! Οικογένειες που χορεύουν υπάρχουν. Αλλά στην διπλανή τους πόρτα καταγράφεται σήμερα μια ανέκδοτη ιστορία, που αφορά κυρίως στα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις του πρώτου εγκλεισμού, την Άνοιξη του 2020 και μια μεγάλη μερίδα των πιο ευαίσθητων στις συναισθηματικές διακυμάνσεις συνανθρώπων μας, τα παιδιά και τους εφήβους μας, φαίνεται να τα έχει ακουμπήσει ψυχοσυναισθηματικά.
Στο κοινή ομάδα “Viber” μιας σχολικής τάξης, γονείς εξαγριωμένοι διαμαρτύρονται για τους κανονισμούς και τις αποφάσεις επίσημων φορέων που διαχειρίζονται την κρίση της πανδημίας, εκτονώνονται ενίοτε πάνω σε καθηγητές, εκπαιδευτικούς που αναλαμβάνουν να διαμορφώσουν μέσα από την ευθύνη τους για το δικαίωμα των παιδιών μας στην εκπαίδευση, μια καινούργια πραγματικότητα. Ανέτοιμο το σύστημα, ανέτοιμοι οι φροντιστές του, ανέτοιμοι κι εμείς, που στις εποχές των παχιών αγελάδων ούτε για το σύλλογο γονέων προφτάσαμε, ούτε επιμόρφωση πήγαμε, ούτε ποτέ αναστοχαστήκαμε τα γκράφιτι των ίδιων των παιδιών μας σε τοίχους και πλατείες, σε σχολεία και τουαλέτες. Άραγε μιλούσανε για αυτό που αρνούμαστε να δούμε;
«Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή» (…)
«Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους.» (…)
«Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ′ όλην την γη την χάλασες»
(Η Πόλις, 1910 Καβάφης)
Σταυρούπολη 1981. Τοίχος αυλής, ο τοίχος του ΨΝΘ (Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης). Σε δεύτερο επίπεδο κάτω από τα παιδικά μάτια, ο παγωμένος κήπος με το τριφύλλι, και από κάτω κραυγές και χαχανητά από το «Γηροκομείο (Χρόνιων Πασχόντων) Άγιος Παντελεήμονας». Στην σόμπα πάνω, το σαμοβάρι να βράζει, ατελείωτο τσάι, γλυκιά ανάμνηση, κληρονομιά από την δεύτερη προσφυγιά, τον εκτοπισμό των Ελληνοποντίων από τον Στάλιν, για τους υπόλοιπους Έλληνες ο παππούς μου, πρώτο κύμα «Ρωσοποντίων». Στον εγκλεισμό του Απριλίου, σκαλίζοντας τα ντουλάπια της κουζίνας μας, παραμονές Πάσχα 2020, κατέβασα το τσάι. Μυρωδιές. Η απαλή και ζεστή υγρασία του ατμού που ξεφεύγει ανάμεσα στα πράσινα παχιά φυλλαράκια. Καταπραϋντικό. Η μνήμη ως ζέστη αποτελεί το «κράτημα» ή “holding” στην ψυχαναλυτική ορολογία. Τι είναι το δύσκολο και τι το αδιέξοδο; Η απουσία προηγούμενης θερμής εμπειρίας θα τολμήσω να πω.
Όλο και πιο συχνά, όλο και πιο περίτεχνα, άλλοτε ένα βιντεάκι στο YouTube, άλλοτε μια συνομιλία με τις φίλες, οι αυτοτραυματικές συμπεριφορές αυξήθηκαν και πιο συχνά αποκαλύπτονται στις συνεδρίες. «Τι θα έπρεπε να είναι διαφορετικό για να το μοιραστείς με τους γονείς σου;», τη ρώτησα. «Δεν θέλω να τους βαραίνω και εγώ παραπάνω»! Είναι μια κάποια «διαχείριση» του εγκλεισμού, η απομόνωση στην οθόνη της ψηφιακής πραγματικότητας. Στον αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο της μελαγχολικής σκέψης, γονείς και φροντιστές πιστεύουν ότι η «ησυχία» θα ξεκουράσει το αγχωμένο ή σε πανικό μυαλό τους. Η κούραση ωστόσο δεν είναι σωματική τις περισσότερες φορές. Είναι μια ψυχοσυναισθηματική εξάντληση από τον εξαντλητικό μηρυκασμό σκέψεων άγχους και καταστροφολογίας, επιλογής ειδήσεων που πανικοβάλουν. Μοιάζει η απόσυρση του νέου ή του παιδιού από τον κύριο χώρο του σπιτιού, να διευκολύνει την μονότονη ρουτίνα, που ακριβώς επειδή είναι μονότονη, είναι και «κουραστική». Η πρόταση της αγαπητικής γονεϊκότητας περιλαμβάνει το “Enabling”, δηλαδή την κινητοποίηση, τη δυνατότητα, μέσα από την «ενόχληση», το ξεβόλεμα, τη διεκδίκηση σχέσης, με σεβασμό στην αναγνώριση του ορίου, με αναγνώριση στο μούδιασμα του άγχους και την κατανόηση του συναισθήματος απόγνωσης, υπεύθυνα από τον ενήλικα. Σε ένα σπίτι χαράς κυριαρχεί η συζήτηση, ο πειραματισμός, ο κοινός χρόνος, ο ποιοτικός χρόνος… Πριν αποφασίσει το παιδί μας ότι μας είναι βάρος, αισθάνθηκε πως μας έπεσε «βαριά» η ανάληψη της φροντίδας του.
Το σπίτι λειτουργεί σε όλους εμάς τους τυχερούς της Γης, σαν μια δεδομένη και αυτονόητα κατακτημένη «φωλιά». Μια αίσθηση ασφάλειας και μια γλυκιά σύνδεση «ανήκειν», εξασφαλίζει μέσα μας πρώτα το χώρο και στη συνέχεια γίνεται εικόνα στο φαντασιωσικό μας που καλούμαστε να το ζήσουμε. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται αυτό που θα προτείνω, ο ιός COVID-19 δεν είναι γνωστός μας. Είναι σε όλα τα επίπεδα ένας εισβολέας, όπως είναι ο Θάνατος, αλλά με τη μορφή του απρόσκλητου και ξαφνικού. Μια διαβρωτική διεργασία απολέπισης κάθε τι ασφαλούς και δεδομένου, ενός τρόπου ζωής που είχαμε αναπτύξει και που έφτανε στο σημείο να απαιτεί την απουσία του άλλου ως συνθήκη. Μια εμπειρία που η απομόνωση και η αυταρέσκεια είχαν αντικαταστήσει την αναφορά στη σχέση και την ομάδα. Όταν ο άλλος ήταν μόνο προς χρήση κάτω από την ένταση της καταναλωτικής μου διαστροφής, ακόμα και το παιδί μου γινόταν «προς χρήση». Η επένδυσή μου έκρυβε την ανάγκη μου να με τιμήσει με την επιτυχία του. Και στα δύσκολα; Είχε να με ευγνωμονήσει στην «αγορά» ενός άλλου ενήλικα που το διαβάζει, το παίζει, το χαίρεται. Για πολλά παιδιά και νέους, η δυνατότητα συμμετοχής στο σχολείο και τις εξωσχολικές δραστηριότητες, δεν ήταν μόνο ευκαιρία κοινωνικοποίησης. Για πολλά παιδιά και νέους, η εκτός σπιτιού λειτουργικότητα ήταν ταυτόχρονα και διάσωση μιας κάποιας ελευθερίας και αλήθειας, έξω από την μη-φροντιστική ή και συχνά «διαστροφική» γονεϊκότητα, που μετέτρεπε το «σπίτι» σε μια μήτρα- καλούπι αβίωτης συνθήκης. Ο όρος «μη-φροντιστική» απευθύνεται και στα δύο άκρα, τόσο της παραμέλησης όσο και της υπερπροστασίας. Σε ένα σπιτικό χρηστικότητας και διεκπεραίωσης, το παιδί νοιώθει «αντικείμενο», «μπόγος». Έτσι κατέληγε συχνά στο διαδίκτυο ως καταφύγιο και «διέξοδος».
Δεν είναι απαραίτητα οι αυτοκτονικοί έφηβοι οι πιο «απελπισμένοι». Συχνότερα η καλοπροαίρετη και τρυφερή εφηβική ύπαρξη, συνειδητοποιώντας την απόσταση ανάμεσα στη δίψα για αγάπη και την πραγματικότητα του cloud που αποκαλείται «περιβάλλον», βιώνει το χάσμα, το κενό.
Στα 13 και 16 χρόνια ζωής, η υπαρξιακή δομή στερείται εκείνων των εμπειριών αλλά και της συναισθηματικής τροφοδοσίας που χτίζει την ανθεκτικότητα. Έτσι στην κρίση της πανδημίας ή και σε κάθε άλλη οικογενειακή κρίση, συνειδητοποιεί την απόσταση ανάμεσα στον «ενήλικα που λαχταρώ» και στον «ενήλικα που με φροντίζει» και αρχίζει η εξοικείωση με την σκέψη πως «μοιάζει να μην αξίζει αυτή η ζωή»…
Τα παραπροϊόντα του δεύτερου εγκλεισμού θα τα βιώσουμε ως κοινωνία σε δεύτερο χρόνο, μετά από επώαση, 2, 6 ή και παραπάνω μηνών. Όταν το φως πέσει στα μάτια, γνωρίζεται το σκοτάδι που βιώθηκε, όταν η κοινωνία μας ζητήσει τους νέους να επανέλθουν αποσυνδεδεμένοι στην φυσική ζωή, το MATRIX θα αντιδράσει. Εξάλλου μετά από τόσο καιρό συντροφιά με την οθόνη, θα έχει χαθεί η αίσθηση της «φυλακής», η πλατεία και το πάρκο θα πέφτει μακριά και η ψηφιακή πραγματικότητα θα μοιάζει πιο οικεία. Κι εμείς; Γονείς, εκπαιδευτικοί, οραματιστές μιας σχεσιοκεντρικής κοινωνίας, πόσο Ζωή οφείλουμε να γεμίσουμε τα πλεμόνια μας, αν θέλουμε στους «επιζήσαντες» μιας πανδημίας, να προτείνουμε Ζωή!