Header Ads

Η Ιρλανδία έχει το υψηλότερο ποσοστό αύξησης κρουσμάτων στον κόσμο - Τι πήγε στραβά

Οταν η Ιρλανδία βγήκε από ένα αυστηρό lockdown έξι εβδομάδων τον περασμένο Δεκέμβριο, είχε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα κρούσματων Covid-19 στην Ευρώπη. Από τότε, η κατάσταση εξελίχθηκε δραματικά.

Η χώρα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό μόλυνσης στον κόσμο την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με το Our World in Data, μια διαδικτυακή επιστημονική έκδοση με έδρα το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Από τις 3 έως τις 10 Ιανουαρίου, η Ιρλανδία κατέγραψε περίπου 1.323 κρούσματα κορονοϊού ανά ένα εκατομμύριο άτομα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα κατά την ίδια περίοδο.

Την περασμένη Παρασκευή, σημείωσε την υψηλότερη ημερήσια αύξηση των λοιμώξεων από την αρχή της πανδημίας με 8.248 νέα κρούσματα, σύμφωνα με ανακοίνωση του ιρλανδικού υπουργείου Υγείας.

«Το ανησυχητικό επίπεδο της νόσου είναι άνευ προηγουμένου», προειδοποίησε ο καθηγητής Φίλιπ Νόλαν, μέλος της Εθνικής Ομάδας Εκτακτης Ανάγκης Δημόσιας Υγείας της Ιρλανδίας (NPHET). «Βλέπουμε αριθμούς κρουσμάτων ανά ημέρα και αριθμούς στα νοσοκομεία, που απλά δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πριν από τα Χριστούγεννα», πρόσθεσε.

Οι ειδικοί στην Ιρλανδία, οι πολιτικοί και οι πολίτες συζητούν τώρα για το τι πήγε στραβά.

Η εποχικότητα του ιού, η παρουσία της πιο μεταδοτικής παραλλαγής του κορονοϊού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα νοικοκυριά που αναμίχθηκαν κατά τη διάρκεια των εορτών συνέβαλαν σε αυτή την αύξηση, σύμφωνα με εκπρόσωπο του γραφείου του πρωθυπουργού, Μάικλ Μάρτιν.

Η κορύφωση δεν είναι «απλοϊκή» και υπήρξαν πολλοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν, δήλωσε ο εκπρόσωπος Τύπου στο CNN την Τρίτη.

«Είχαμε άνοδο των κοινωνικών επαφών κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και οι ειδικοί στη δημόσια υγεία τόνισαν ότι η εποχικότητα του ιού ήταν τεράστιος παράγοντας», ανέφερε.

Η Ιρλανδία άνοιξε εκ νέου τα ξενοδοχεία και άλλους τομείς, με ορισμένους περιορισμούς, στις 4 Δεκεμβρίου.

Υπερασπιζόμενος την απόφαση, ο εκπρόσωπος είπε ότι οι τομείς αυτοί «σε γενικές γραμμές» ακολουθούσαν τα μέτρα δημόσιας υγείας και ο ρυθμός μόλυνσης ήταν «σχετικά χαμηλός» στον τουριστικό κλάδο, το λιανικό εμπόριο και τις κατασκευές.

Η μετάλλαξη του Ηνωμένου Βασιλείου, που εντοπίστηκε στην Ιρλανδία για πρώτη φορά την ημέρα των Χριστουγέννων, «είχε πολύ σημαντικό αντίκτυπο στην αύξηση των κρουσμάτων, επειδή πιστεύεται ότι είναι 50% - 70% πιο μεταδοτική», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.

Περίπου το 40% των πιο πρόσφατων θετικών κρουσμάτων της Ιρλανδίας  προκαλείται από το πιο μεταδοτικό στέλεχος του ιού, δήλωσε ο Κίλιαν Ντε Γκάσκουν, διευθυντής του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς για Ιούς.

Από τις 18 Δεκεμβρίου, τα ιρλανδικά νοικοκυριά είχαν τη δυνατότητα να αναμειχθούν με δύο ακόμη, παρά το γεγονός ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες απαγόρευσαν τις Χριστουγεννιάτικες συγκεντρώσεις.

Περισσότεροι από 54.000 άνθρωποι ταξίδεψαν αεροπορικώς στην Ιρλανδία μεταξύ 21 Δεκεμβρίου και 3 Ιανουαρίου, σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

«Δεν υπήρχε σωστά διαχειριζόμενο σύστημα απομόνωσης», παραδέχθηκε ο πρόεδρος επιδημιολογίας και δημόσιας υγείας στη Βασιλική Εταιρεία Ιατρικής, Γκάμπριελ Σκάλι. «Η Ιρλανδία και η Βρετανία απέτυχαν, σε σύγκριση με άλλους. Υπήρχε μια κατανοητή επιθυμία για κανονικότητα τα Χριστούγεννα μετά από μια σκληρή χρονιά» υπογράμμισε.

Η χώρα έκλεισε τελικά τα εστιατόρια, τις παμπ που σερβίρουν φαγητό και μερικά καταστήματα την Παραμονή των Χριστουγέννων και έκτοτε έχει εντείνει τα περιοριστικά μέτρα - συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος μη απαραίτητων εργοταξίων, σχολείων και υπηρεσιών φύλαξης παιδιών.

Επί του παρόντος, 1.582 ασθενείς Covid-19 νοσηλεύονται στην Ιρλανδία, εκ των οποίων οι 146 βρίσκονται στην εντατική - ένας αριθμός ελαφρώς μικρότερος από το ρεκόρ των 155 διασωληνωμένων την περασμένη άνοιξη - σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας.

Η Ιρλανδία διαθέτει μόνο πέντε κρεβάτια εντατικής θεραπείας ανά 100.000 άτομα, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των 12 κλινών του ΟΟΣΑ.

Μέχρι στιγμής, η χώρα έχει καταγράψει συνολικά περισσότερα από 152.000 κρούσματα Covid-19 και 2.352 θανάτους, σύμφωνα το Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς.

(με πληροφορίες από CNN)

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.