«Ξοδέψτε πιο έξυπνα»: Το ΔΝΤ ζητά αλλαγή φιλοσοφίας στις δημόσιες δαπάνες - Πού υστερεί η Ελλάδα

Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η υπερβολική ακαμψία των προϋπολογισμών – όπως οι υποχρεωτικές συντάξεις και τα μισθολογικά κόστη– περιορίζει την ικανότητα των κυβερνήσεων να αναπροσαρμόζουν τις δαπάνες τους προς τομείς ανάπτυξης.
Σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια ανάπτυξη παραμένει υποτονική και τα δημόσια χρέη αυξάνονται, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) καλεί τις κυβερνήσεις να επικεντρωθούν όχι τόσο στο πόσο ξοδεύουν, αλλά στο πώς.
Σύμφωνα με την έκθεση Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο (Fiscal Monitor) του ΔΝΤ, η οποία δημοσιεύτηκε χθες, η αποτελεσματικότερη και πιο στοχευμένη χρήση των δημόσιων δαπανών μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη, ακόμη και χωρίς αύξηση του συνολικού κόστους. Το Ταμείο επισημαίνει ότι, ενώ οι δημόσιες δαπάνες έχουν σχεδόν διπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ από τη δεκαετία του 1960, μεγάλο μέρος αυτών δεν κατευθύνεται σε τομείς που ενισχύουν την παραγωγικότητα, όπως οι επενδύσεις σε υποδομές, εκπαίδευση και έρευνα. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν πλέον μόλις το 11% των συνολικών δαπανών, ενώ στις αναδυόμενες αγορές αγγίζουν το 20%.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι οι περισσότερες χώρες θα μπορούσαν να αποκομίσουν έως και 30-40% περισσότερη αξία από τα χρήματά τους, αν υιοθετούσαν τις πρακτικές των πιο αποδοτικών κρατών. Για παράδειγμα, εάν ένα κράτος επένδυε μόλις 1% του ΑΕΠ του σε υποδομές, μεταφέροντας αυτά τα κονδύλια από λιγότερο παραγωγικές δαπάνες, το ΑΕΠ του θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 1,5% στις ανεπτυγμένες χώρες και έως 3,5% στις αναπτυσσόμενες.
Ανάλογα οφέλη παρατηρούνται και στην εκπαίδευση: η επένδυση ενός επιπλέον 1% του ΑΕΠ στην εκπαίδευση –για παράδειγμα, με την αναβάθμιση σχολείων και προγραμμάτων σπουδών– μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγής έως και 6% σε κάποιες οικονομίες.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η αποδοτικότητα των δαπανών συνδέεται άμεσα με τη θεσμική ποιότητα και τη διαφάνεια. Οι χώρες με ισχυρό κράτος δικαίου και χαμηλά επίπεδα διαφθοράς παρουσιάζουν υψηλότερη αποδοτικότητα και μεγαλύτερη ευελιξία στη δημοσιονομική τους πολιτική. Χώρες όπως ο Καναδάς και η Σουηδία κατάφεραν να μειώσουν τη «δυσκαμψία» των δαπανών τους χάρη σε πολυετείς δημοσιονομικούς προγραμματισμούς και συστηματικές αξιολογήσεις προγραμμάτων.
Αντίθετα, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η υπερβολική ακαμψία των προϋπολογισμών – όπως οι υποχρεωτικές συντάξεις και τα μισθολογικά κόστη– περιορίζει την ικανότητα των κυβερνήσεων να αναπροσαρμόζουν τις δαπάνες τους προς τομείς ανάπτυξης. Όπως σημειώνει, στις ανεπτυγμένες οικονομίες, το ένα τρίτο των δημόσιων δαπανών θεωρείται πρακτικά «ανελαστικό» σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η έκθεση παραθέτει παραδείγματα επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, με τη δημιουργία της Αρχής Υποδομών και Έργων, βελτίωσε τον έλεγχο κόστους και τη διαφάνεια των δημόσιων επενδύσεων. Η Σλοβακία, μέσω τακτικών «ανασκοπήσεων δαπανών», εξοικονόμησε έως 7% του συνολικού της προϋπολογισμού, ενώ η Σερβία αύξησε τις δημόσιες επενδύσεις της από 12% σε 19% των δαπανών μέσα σε πέντε χρόνια, χάρη σε νέο σύστημα διαχείρισης έργων.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την αποδοτικότητα μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη. Αν τα κενά αποδοτικότητας κλείσουν σταδιακά, το ΑΕΠ μπορεί να αυξηθεί κατά 1,5% στις ανεπτυγμένες και έως 7,5% στις αναπτυσσόμενες χώρες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα μηνύματα για την Ελλάδα
Στο προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2026 που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) προβλέπεται να ανέλθει σε 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025 — δηλαδή μια αύξηση 14,4% σε ετήσια βάση. Από το συνολικό αυτό ποσό περίπου 9,5 δισ. ευρώ αφορούν στο εθνικό σκέλος του ΠΔΕ και 7,2 δισ. ευρώ προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).
Με δεδομένες τις συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 86,53 δισ. ευρώ, το ΠΔΕ αντιστοιχεί σε περίπου 19,3% των συνολικών δαπανών. Σε όρους ΑΕΠ, που εκτιμάται στα 260,9 δισ. ευρώ, το ΠΔΕ ανέρχεται στο 6,4% του ΑΕΠ, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων οικονομιών (περίπου 3% του ΑΕΠ), όπως επισημαίνει και το ΔΝΤ στη φθινοπωρινή έκθεση Fiscal Monitor 2025.
Όπως προαναφέρθηκε όμως το ΔΝΤ εστιάζει όχι τόσο στο ύψος των δαπανών όσο στην αποδοτικότητα και την ανακατεύθυνσή τους σε τομείς που αυξάνουν την παραγωγικότητα, όπως οι υποδομές, η εκπαίδευση και η πράσινη μετάβαση.
Εδώ προκύπτει η βασική απόκλιση της Ελλάδας από τις συστάσεις του ΔΝΤ. Παρά την αύξηση του ΠΔΕ, μεγάλο μέρος του παραμένει κατακερματισμένο και διοχετεύεται σε συνεχιζόμενα έργα ή αντικατάσταση υποδομών, παρά σε νέες παραγωγικές επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η απορροφητικότητα των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, που εντάσσονται στον ίδιο προϋπολογισμό, είναι κρίσιμη για να κρίνει κανείς αν το αυξημένο ύψος επενδύσεων θα έχει πράγματι αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Επιπλέον, το ΔΝΤ συστήνει τη βελτίωση της διαχείρισης των δαπανών, με έμφαση σε μηχανισμούς αξιολόγησης κόστους-αποτελεσματικότητας και μακροπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό. Στην Ελλάδα, παρότι ο προϋπολογισμός του 2026 έχει στοιχεία «προϋπολογισμού επιδόσεων» και green budgeting, αυτά βρίσκονται εδώ και καιρό σε πιλοτικό επίπεδο, χωρίς ολοκληρωμένο πλαίσιο αποδοτικότητας, όπως προτείνει το ΔΝΤ.
Συνολικά, το ελληνικό προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2026 κινείται στη σωστή κατεύθυνση ως προς το μέγεθος των δημοσίων επενδύσεων, αλλά υστερεί στην ποιοτική τους στόχευση. Το ΔΝΤ ζητά «λιγότερες αλλά καλύτερα σχεδιασμένες δαπάνες», ενώ ο ελληνικός προϋπολογισμός εξακολουθεί να στηρίζεται σε ποσότητα δαπανών και πολλαπλά επιμέρους προγράμματα.