Απάτη μέσω «mirror site»: Το Δικαστήριο καταλόγισε ευθύνη στην τράπεζα για ελλιπή προστασία πελάτη

Μπήκε στην απατηλή ιστοσελίδα πιστεύοντας ότι επρόκειτο για τη γνήσια σελίδα της τράπεζάς του. Με αυτόν τον τρόπο, άγνωστοι δράστες κατάφεραν να αποσπάσουν από τον λογαριασμό της το ποσό των 12.000 ευρώ.
Με την απόφαση 11632/2025, το Πρωτοδικείο Αθηνών εξέτασε μια υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης που αφορούσε ψεύτικη ιστοσελίδα τράπεζας, γνωστή ως «mirror site». Πρόκειται για ιστοσελίδες που μιμούνται πλήρως την αυθεντική σελίδα μιας τράπεζας, με σκοπό να εξαπατήσουν πελάτες και να αποσπάσουν τους προσωπικούς τους κωδικούς και χρήματα από τους λογαριασμούς τους.
Το θύμα της υπόθεσης, που εκπροσωπήθηκε από το γραφείο του δικηγόρου Βασίλη Σωτηρόπουλου, μπήκε στην απατηλή ιστοσελίδα πιστεύοντας ότι επρόκειτο για τη γνήσια σελίδα της τράπεζάς του. Με αυτόν τον τρόπο, άγνωστοι δράστες κατάφεραν να αποσπάσουν από τον λογαριασμό της το ποσό των 12.000 ευρώ. Η τράπεζα, αφού εξέτασε την υπόθεση εσωτερικά, αναγνώρισε εν μέρει την ευθύνη της και επέστρεψε μόλις 1.850 ευρώ. Για το υπόλοιπο ποσό, η ζημιωθείσα προσέφυγε στη δικαιοσύνη καταθέτοντας αγωγή.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα στοιχεία της υπόθεσης, επεσήμανε ότι οι τράπεζες έχουν αυξημένη ευθύνη να εντοπίζουν και να μπλοκάρουν τέτοιες απατηλές ιστοσελίδες, διασφαλίζοντας ότι οι ηλεκτρονικές τους υπηρεσίες είναι ασφαλείς για τους πελάτες τους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η απόφαση, οι υπάλληλοι της τράπεζας «έχουν την υποχρέωση να εντοπίζουν και να εμποδίζουν αυτές τις ψεύτικες ιστοσελίδες και να παρέχουν ασφαλείς συναλλαγές web banking, αλλιώς να μη διαθέτουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες».
Παρά τη σαφή αυτή τοποθέτηση, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς να αιτιολογήσει την απόφαση. Δεν έκανε επίσης δεκτό το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, κάτι που θα επέτρεπε την άμεση καταβολή της αποζημίωσης, ενώ συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα χωρίς ειδική αιτιολόγηση.
Η απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνει τόσο αναλυτική αιτιολόγηση όσο η απόφαση 10096/2025 του ίδιου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε προ ημερών και αφορούσε υπόθεση ηλεκτρονικής απάτης τύπου phishing, δηλαδή υποκλοπή κωδικών μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος. Και σε εκείνη την υπόθεση, δικηγόρος της ενάγουσας ήταν ο Βασίλης Σωτηρόπουλος.
Στην υπόθεση phishing, η πελάτισσα είχε λάβει ψεύτικο e-mail που έμοιαζε απόλυτα με επίσημη ενημέρωση της τράπεζάς της. Αφού καταχώρησε τους προσωπικούς της κωδικούς και τον κωδικό μιας χρήσης (OTP), τρίτα πρόσωπα μετέφεραν τα χρήματά της σε λογαριασμό του εξωτερικού. Παρότι ειδοποίησε άμεσα την τράπεζα, η επικοινωνία καθυστέρησε περίπου μισή ώρα και οι συναλλαγές δεν ακυρώθηκαν εγκαίρως.
Η τράπεζα αρνήθηκε να επιστρέψει τα χρήματα, υποστηρίζοντας ότι οι συναλλαγές έγιναν με τη συγκατάθεση της πελάτισσας, ωστόσο το Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό. Έκρινε ότι δεν πρόκειται για «γνήσια συναλλαγή» όταν ο πελάτης αγνοεί εντελώς ότι τρίτος χρησιμοποιεί τα στοιχεία του χωρίς άδεια, ακόμα κι αν αυτά είναι τα σωστά στοιχεία ταυτοποίησης.
Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η τράπεζα όφειλε να διαθέτει σύγχρονα συστήματα ασφαλείας που να εντοπίζουν ασυνήθιστες κινήσεις και να ενεργοποιούν πρόσθετα μέτρα προστασίας, όπως τηλεφωνική επικοινωνία με τον πελάτη ή βιομετρική ταυτοποίηση. Επιπλέον, διαπίστωσε ότι η μεταφορά των χρημάτων δεν έγινε άμεσα, όπως υποστήριζε η τράπεζα, αλλά την επόμενη ημέρα, γεγονός που θα επέτρεπε την έγκαιρη ακύρωσή της.
Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο υποχρέωσε την τράπεζα να επιστρέψει το σύνολο των χρημάτων, έντοκα από την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, να καταβάλει επιπλέον 1.000 ευρώ για ηθική βλάβη και να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της πελάτισσας. Η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, υποχρεώνοντας την τράπεζα να συμμορφωθεί άμεσα, ανεξάρτητα από τυχόν έφεση.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε άκυρους τους γενικούς όρους συναλλαγών που απαλλάσσουν τις τράπεζες από ευθύνη για ζημίες λόγω παράνομης χρήσης κωδικών, επισημαίνοντας ότι αυτοί οι όροι παραβιάζουν το ισχύον νομικό πλαίσιο. Αναγνώρισε μόνο μια μικρή συνυπαιτιότητα της πελάτισσας, ύψους 50 ευρώ, λόγω ελαφράς αμέλειας.