H Ελλάδα απέναντι στη γαλλική αναταραχή - Μειωμένες οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους το 2026

Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προβλέπει συνέχιση της αποκλιμάκωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και σταθερή μείωση των δαπανών για τόκους, ενισχύοντας περαιτέρω το δημοσιονομικό προφίλ της χώρας.
Εν μέσω της πολιτικής κρίσης που συγκλονίζει τη Γαλλία, με την αιφνιδιαστική παραίτηση του πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνού και την αβεβαιότητα να κυριαρχεί στις αγορές, η Ελλάδα εμφανίζεται θωρακισμένη ως προς τη διαχείριση του δημόσιου χρέους της.
Την ώρα που τα γαλλικά ομόλογα δέχονται πιέσεις, οι αποδόσεις αυξάνονται και το spread έναντι των γερμανικών τίτλων αγγίζει τα υψηλότερα επίπεδα του τελευταίου έτους, τα ελληνικά ομόλογα είναι σταθερά απέναντι στη διεθνή αναταραχή.
Σύμφωνα με το προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2026, η Ελλάδα εισέρχεται στο νέο έτος με σημαντικά μειωμένες ανάγκες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και με τις καθαρές χρηματοοικονομικές της υποχρεώσεις σε απολύτως διαχειρίσιμα επίπεδα. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών προβλέπει συνέχιση της αποκλιμάκωσης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και σταθερή μείωση των δαπανών για τόκους, ενισχύοντας περαιτέρω το δημοσιονομικό προφίλ της χώρας.
Ειδικότερα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να υποχωρήσει στα 359 δισ. ευρώ ή 137,6% του ΑΕΠ το 2026, από 362,8 δισ. ευρώ ή 145,4% του ΑΕΠ το 2025. Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 394,6 δισ. ευρώ ή 151,2% του ΑΕΠ, μειωμένο κατά 8,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η πτωτική αυτή πορεία αποδίδεται στην ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ, στα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα και στη συγκρατημένη εκδοτική δραστηριότητα του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, με στόχο τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους και τη σταθερότητα της αγοράς.
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους για το 2026 εκτιμώνται σε 7,24 δισ. ευρώ, έναντι 7,42 δισ. ευρώ το 2025, με το κόστος να υποχωρεί στο 2,8% του ΑΕΠ από 3% το προηγούμενο έτος. Η σταθερότητα αυτή αποδίδεται στη δομή του ελληνικού χρέους, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι μακροπρόθεσμο και φέρει σταθερά, χαμηλά επιτόκια, κυρίως χάρη στους ευνοϊκούς όρους των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και των διμερών δανείων του επίσημου τομέα.
Παράλληλα, οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου για το 2026 εκτιμάται ότι θα κινηθούν περί τα 5 δισ. ευρώ, επίπεδο που θεωρείται απόλυτα διαχειρίσιμο και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών. Η κάλυψή τους επιτυγχάνεται μέσω εκδόσεων ομολόγων και ενεργής διαχείρισης ρευστότητας από τον ΟΔΔΗΧ, ενώ το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων υπερβαίνει τα 35 δισ. ευρώ, προσφέροντας σημαντική ασφάλεια έναντι διεθνών κλυδωνισμών.
Τέλος, θα συνεχιστεί η πολιτική πρόωρων αποπληρωμών χρέους με αξιοποίηση και μέρους των ταμειακών διαθεσίμων, κυρίως για την εξόφληση διμερών δανείων με τις χώρες της Ευρωζώνης. Στόχος είναι τα δάνεια αυτά να αποπληρωθούν έως το 2031, δηλαδή μία δεκαετία νωρίτερα από την κανονική λήξη τους, ώστε να μειωθεί περαιτέρω το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.