Header Ads

Η δύσκολη τέχνη του να στέκεσαι όρθιος

Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε το περιστατικό με την προσβλητική συμπεριφορά του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, παρόντος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, στις 6 Απριλίου 2021 στην Άγκυρα.

Το περιστατικό εκείνο δεν ήταν παρά ένα σύμπτωμα ενός χρονίζοντος προβλήματος. Του προβλήματος των μικρών προσωπικοτήτων σε καίριες θέσεις. Του προβλήματος των ανθρώπων που αδυνατούν να σταθούν «όρθιοι» ακόμη και όταν κάθονται… 

Είναι γεγονός ότι η πολιτική συνιστά μία δύσκολη και σύνθετη τέχνη. Δεν είναι το απλούστερο πράγμα στον κόσμο να καλείται ένας άνθρωπος να ισορροπεί διαρκώς μεταξύ συναισθήματος, λογικής, προσωπικών απόψεων και επιβεβλημένου ρόλου, λειτουργώντας παράλληλα σε μία διαρκή διαδικασία προώθησης πολιτικών θέσεων και υλοποίησης αποφάσεων.

Επικοινωνιακά ωστόσο, στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες οι ρόλοι είναι λίγο έως πολύ εξαρχής προσδιορισμένοι. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι – με αποκλίσεις και εξαιρέσεις – έχει καθιερωθεί ένας συγκεκριμένος τρόπος του πολιτικού λέγειν και πράττειν. Τα όρια μεταξύ πολιτικού και προσωπικού ήταν σαφώς διακριτά τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2010.  

Επί πολλά χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η παράλληλη αλματώδης πρόοδος του αμερικανικού κοινωνικο-πολιτικού και οικονομικού μοντέλου συνέβαλαν, παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη, στην κατοχύρωση ενός ελάχιστου κοινού παρονομαστή σχετικά με το τι θεωρείται πολιτικά και θεσμικά ορθό.

Από την επίσημη ενδυμασία με κοστούμι και γραβάτα μέχρι τους άγραφους κώδικες συμπεριφοράς με σεβασμό όλων των παρευρισκομένων, ανεξαρτήτως πολιτικών διαφορών, η θεσμική καθημερινότητα χαρακτηριζόταν από ευγένεια και σοβαρότητα.  

Παράλληλα όμως, με την πάροδο των χρόνων, μία γενιά παλαιών πολιτικών άρχισε να παροπλίζεται.

Είναι η γενιά εκείνων που είχαν ζήσει τον πόλεμο ως παιδιά πατεράδων που πολέμησαν ή και πέθαναν.

Παιδιά που κλήθηκαν κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες να εργαστούν για την ανοικοδόμηση των δυτικών συστημάτων διακυβέρνησης και για την εμπέδωση του πολιτικού πράττειν στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας.

Του πολιτεύματος εκείνου στο οποίο η διάκριση των λειτουργιών της εξουσίας του κράτους είναι κατοχυρωμένη, το κράτος δικαίου κυρίαρχη αξία της κοινωνικής συνύπαρξης και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου αδιαπραγμάτευτος.

Οι άνθρωποι αυτοί μεγάλωσαν με την εμπειρία του πολέμου και αυτό χάλκευσε σε μεγάλο βαθμό τις προσωπικότητές τους, εξοπλίζοντάς τους με στοιχεία σοβαρότητας, δύναμης, ευπρεπούς αλλά αυστηρού λόγου.

Εν τέλει, προσδίδοντάς τους ηγετικά χαρακτηριστικά που αποτελούσαν ένδειξη κύρους προς κάθε φιλικό συνομιλητή και παράλληλα αποτρεπτικό παράγοντα για εχθρικούς τρίτους.

Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων: Κόνραντ Αντενάουερ, Βίλι Μπραντ, Χέλμουντ Σμιντ, Σαρλ ντε Γκωλ, Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, Φρανσουά Μιτεράν, Ζακ Σιράκ. 

Η ραγδαία ανάπτυξη αυτού του μοντέλου κρατικής και κοινωνικής ευημερίας κατέστησε τον δυτικό κόσμο πρότυπο ζηλευτό για τις τρίτες χώρες του πλανήτη.

Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι πρώην κομμουνιστικές χώρες μιμήθηκαν άμεσα τα συστήματα διακυβέρνησης των δυτικών κρατών και πραγματοποίησαν γοργά βήματα ενσωμάτωσης στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αφομοιώνοντας και τον ίδιο κώδικα θεσμικής συμπεριφοράς.  

Ταυτόχρονα όμως ένας νέος πολυπολικός κόσμος άρχισε να αναδύεται.

Ο κόσμος των μη δημοκρατικών κρατών της περιφέρειας της Ευρώπης.

Η Ρωσία με τον πάντα ιδιαίτερο εξαιρετισμό της, η οποία κυβερνάται από τον ίδιο ηγέτη επί 25 χρόνια, με σαφή χαρακτηριστικά ολοκληρωτικού συστήματος.

Η Κίνα, η οποία προβάλλει πλέον απέναντι στη γηράσκουσα δημοκρατική Δύση ένα τρομερά ανταγωνιστικό πρότυπο άκρατης οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς ίχνος όμως εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών.

Τέλος, η Τουρκία του Ερντογάν. Ένα ανελεύθερο καθεστώς ισλαμικού σωβινισμού με σαφή νεο-οθωμανικά χαρακτηριστικά. Ένα κράτος που δεν διστάζει στιγμή να καταπατήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, να φυλακίσει όποιον αντιφρονούντα θεωρεί ότι στέκεται εμπόδιο στους στόχους του και βεβαίως ένα καθεστώς που εξάγει συνεχώς προκλήσεις, βία, εκβιασμούς και επιθετικότητα, πρωτίστως απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο και δευτερευόντως απέναντι σε τρίτους (βλ. Συρία, Λιβύη, Ιράκ), απειλώντας την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα. 

Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω περιπτώσεων είναι η περιφρόνηση για κάθε έννοιας πολιτικού καθωσπρεπισμού και ευγένειας.

Ο σεβασμός στο ρόλο της γυναίκας, ειδικά στη σημερινή Τουρκία, είναι μεγάλο ζητούμενο.

Η πρόσφατη αποχώρηση της χώρας αυτής από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών είναι αδιάψευστος μάρτυρας των απόψεων του καθεστώτος Ερντογάν για τις γυναίκες.

Η απειλή αποχώρησης από τη Συνθήκη του Μοντρέ διά μόνης της υπογραφής του Ερντογάν, όπως σημείωσε συνεργάτης του, μαρτυρά τον απολύτως ανερμάτιστο χαρακτήρα του τουρκικού καθεστώτος.

Αυτό ήταν και είναι το πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα η συνάντηση του Τούρκου προέδρου με τους δύο προέδρους των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις 6 Απριλίου. 

Ερχόμενοι τώρα στο προκείμενο, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι δύο αυτοί πρόεδροι  και ιδιαίτερα ο, κατά τα άλλα ευγενής και καλοπροαίρετος, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ανήκουν στη νεότερη γενιά πολιτικών.

Ο Σαρλ Μισέλ ανήκει στη γενιά εκείνη που είχε την τύχη να βρήκε την Ευρώπη «έτοιμη» από τη γενιά του Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ και των προκατόχων του. Τη Δύση ανεπτυγμένη, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατοχυρωμένο, την πολιτική πρακτική ήδη προ πολλού τεθειμένη εντός αδιαπραγμάτευτων ορίων ευπρέπειας, ευγένειας και σαφώς προσδιορισμένων τρόπων συμπεριφοράς.

Με δύο λόγια, ο πρόεδρος Μισέλ μάλλον δεν χρειάστηκε ποτέ στην πολιτική του διαδρομή μέχρι σήμερα να «δυσκολευτεί» υπερβολικά ως προς τη συμπεριφορά που αντιμετώπισε από κάποιον δημόσιο συνομιλητή του.

Δεν βρέθηκε ποτέ προ τόσο δυσάρεστων εκπλήξεων.

Πολύ απλά διότι η συντριπτική πλειονότητα των συνομιλητών του, εν πρώτοις εκείνων τους οποίους συναναστράφηκε ως πρωθυπουργός του Βελγίου και πλέον όσων συναναστρέφεται ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μοιράζονταν και μοιράζονται τον ίδιο αξιακό κώδικα και δεν διανοήθηκαν ποτέ να προσβάλουν τις γυναίκες με τον ιταμό τρόπο που το έκανε ο Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στην Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, αφήνοντάς την στον καναπέ της αίθουσας του μεγάρου του. 

Ο Σαρλ Μισέλ αιφνιδιάστηκε. Δεν ήταν έτοιμος να απαντήσει στην καφροειδή συμπεριφορά των Τούρκων. Παρέμεινε καθήμενος ακόμη και όταν η συνάδελφός του ήταν όρθια και έδειχνε τη δυσφορία και απορία της για την κατάσταση. Για τον Ταγίπ Ερντογάν δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Αυτός ήταν, αυτός είναι.

Για την Ευρώπη όμως, το περιστατικό αυτό ήταν άλλο ένα χαστούκι στο ήδη τρωθέν γόητρό της. 

Αν δεχθούμε ότι το μέσο είναι το μήνυμα, όπως είχε πει ο Μάρσαλ ΜακΛούαν, τότε στην Άγκυρα η εικόνα μίλησε για την ουσία.

Την ουσία της διαρκώς κατευναστικής πολιτικής που ακολουθεί εδώ και πολλά χρόνια η Ευρώπη έναντι της Τουρκίας, σε βαθμό που θα ζήλευε και ο Άρθουρ Νέβιλ Τσάμπερλεϊν. Αυτή όμως είναι μία άλλη συζήτηση. 

Ήδη το λεγόμενο #sofagate προκάλεσε οργή, γέλιο, αμηχανία και μεγάλες συζητήσεις στην Ευρώπη. Προκάλεσε και μία συζήτηση σε κορυφαίο επίπεδο στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, από την οποία ίσως προκύψουν νέες «ευχάριστες» καταστάσεις.

Το θλιβερό συμπέρασμα είναι ότι δυστυχώς πρόκειται για ένα περιστατικό που απλώς ήταν θέμα χρόνου να συμβεί και στη γειτονιά μας.

Θυμίζω ανάλογες υποτιμητικές συμπεριφορές του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέναντι σε δυτικούς συνομιλητές του, όπως με την Άγκελα Μέρκελ, αλλά και ακραίες αναφορές του τόσο απέναντι στην πρόεδρο της αμερικανικής βουλής Νάνσυ Πελόζι όσο και απέναντι στον νυν Αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν.

Το ζητούμενο είναι η διερώτηση γύρω από την απάντηση σε αυτές τις συμπεριφορές.

Πέρα από τις ιστορικές αναφορές που προηγήθηκαν σχετικά με τη νέα γενιά Ευρωπαίων ηγετών, εδώ η συζήτηση μάλλον εισέρχεται σε χωράφια άλλων επιστημών, με πολλές πιθανότητες να καταλήξει και σε μια δευτερεύουσα συζήτηση ως προς το «από τι μέταλλο είναι ο καθένας». Τα συμπεράσματα ίσως είναι και πάλι απογοητευτικά. 

Αντί επιλόγου, αξίζει να θυμηθούμε άλλο ένα πολύ χρήσιμο ιστορικό παράδειγμα.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 ο Βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, πατέρας της βασίλισσας Ελισάβετ, υποχρεώθηκε να εκφωνήσει λόγο προς τους λαούς της αυτοκρατορίας του, εμψυχώνοντάς τους στον πόλεμο απέναντι στη Γερμανία του Χίτλερ που μόλις ξεκινούσε.

Η έμφαση εδώ δίνεται στο ρήμα «υποχρεώθηκε». Όχι διότι ο Γεώργιος έπασχε από κάποιο σύνδρομο έλλειψης πατριωτισμού, τουναντίον. Αλλά διότι έπασχε από πολύ μία σοβαρή μορφή τραυλισμού και επιπροσθέτως επειδή δεν επρόκειτο, βάσει της σειράς κληρονομικής διαδοχής, να είχε γίνει βασιλιάς τη δεδομένη στιγμή.

Όμως η πρόωρη παραίτηση του αδελφού του, Εδουάρδου Η΄, από τον θρόνο, έφερε τον Γεώργιο στο τιμόνι της αυτοκρατορίας.

Τότε ο μέχρι πρότινος αδύναμος άνθρωπος, που φοβόταν όσο τίποτα τις δημόσιες ομιλίες, «μεταμορφώθηκε». Προσέλαβε λογοθεραπευτή για να τον εκπαιδεύσει να μιλάει σωστά και με στεντόρεια φωνή, αποπνέοντας ισχύ, σταθερότητα και πειθώ. Έτσι πέτυχε έναν μικρό άθλο.

Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939 ο Γεώργιος εκφώνησε έναν από τους πιο διάσημους πλέον λόγους της σύγχρονης ιστορίας, εμπνέοντας τον λαό του και φοβίζοντας τους εχθρούς του. Έναν λόγο που έγινε ο θεμέλιος λίθος ενός πολέμου μέχρις εσχάτων απέναντι στο σκοτάδι του ναζισμού για όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα.

Ο άνθρωπος που φοβόταν τη φωνή του απέδειξε ότι μπορούσε να γίνει η φωνή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο: 

«Σε αυτήν τη δύσκολη ώρα, ίσως την πιο μοιραία στην ιστορία μας, στέλνω σε κάθε νοικοκυριό των λαών μου, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, αυτό το μήνυμα, που απευθύνεται με το ίδιο βάθος συναισθήματος στον καθένα σας, σα να μπορούσα να περάσω το κατώφλι σας και να μιλήσω μαζί σας.

Για δεύτερη φορά στη ζωή των περισσότερων από εμάς, βρισκόμαστε σε πόλεμο. Επανειλημμένως προσπαθήσαμε να βρούμε μία ειρηνική διέξοδο στις διαφορές μεταξύ ημών και εκείνων που είναι τώρα εχθροί μας. Αλλά αποδείχθηκε μάταιο.

Έχουμε εξαναγκαστεί σε μία σύγκρουση, διότι καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση μίας αρχής, η οποία, εάν επρόκειτο να επικρατήσει, θα ήταν θανατηφόρα για οποιαδήποτε πολιτισμένη τάξη στον κόσμο. Μια τέτοια αρχή, απογυμνωμένη από κάθε μεταμφίεση, είναι σίγουρα το απλό πρωτόγονο δόγμα που μπορεί να είναι σωστό.

Για όλα όσα εμείς οι ίδιοι θεωρούμε αγαπημένα, είναι αδιανόητο να αρνηθούμε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση. Σε αυτόν τον υψηλό σκοπό καλώ τώρα τους λαούς μου στο εσωτερικό και τους λαούς μου πέρα ​​από τις θάλασσες, να τον κάνουν δική τους υπόθεση.

Τους ζητώ να παραμείνουν ήρεμοι και σταθεροί και ενωμένοι σε αυτή την περίοδο της δοκιμασίας. Το έργο θα είναι δύσκολο. Μπορεί να υπάρξουν σκοτεινές μέρες μπροστά μας και ο πόλεμος δεν μπορεί πλέον να περιοριστεί στο πεδίο της μάχης. Μπορούμε όμως να κάνουμε το σωστό μόνο όπως εμείς βλέπουμε το σωστό και να εναποθέσουμε με σεβασμό το σκοπό μας στο Θεό. Αν μια για πάντα είμαστε παραμείνουμε πιστοί σε αυτό, τότε, με τη βοήθεια του Θεού, θα επικρατήσουμε». 

Υ.Γ.: Ο λόγος του Γεωργίου ΣΤ΄ μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με την ταινία “The King’s Speech” (2010), σε σκηνοθεσία Tom Hooper και με τον Colin Firth στον πρωταγωνιστικό ρόλο του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄, για τον οποίο ο Βρετανός ηθοποιός βραβεύτηκε με το Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου (2011).

 

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.