Αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας: Πότε δεν συντρέχει παραγραφή

Φορολογούμενος εντοπίστηκε να έχει προχωρήσει σε αγορά ομολόγου ύψους 900.000 ευρώ με έδρα το Λουξεμβούργο, χωρίς όμως να μπορεί να δικαιολογήσει την προέλευση των κεφαλαίων αυτών.
Υπόθεση μεγάλης φοροδιαφυγής που εντοπίστηκε μέσω ελέγχων τραπεζικών καταθέσεων και μεταφορών κεφαλαίων στο εξωτερικό επιβεβαιώθηκε με απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), η οποία απέρριψε την προσφυγή ιδιώτη και επικύρωσε καταλογισμό φόρου και προστίμων ύψους άνω των 400.000 ευρώ για το φορολογικό έτος 2014.
Η υπόθεση ξεκίνησε μετά από ελέγχους του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. και της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, οι οποίοι εντόπισαν αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας σχεδόν 1 εκατ. ευρώ που δεν δηλώθηκε ποτέ στην εφορία. Ο φορολογούμενος εντοπίστηκε να έχει προχωρήσει σε αγορά ομολόγου ύψους 900.000 ευρώ με έδρα το Λουξεμβούργο, χωρίς όμως να μπορεί να δικαιολογήσει την προέλευση των κεφαλαίων αυτών.
Μέσα από ανάλυση κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών και σύγκριση με τα εισοδήματα που είχε δηλώσει στις φορολογικές δηλώσεις του, διαπιστώθηκε σημαντική απόκλιση μεταξύ των δηλωθέντων ποσών και των πραγματικών διαθέσιμων κεφαλαίων. Η συνολική διαφορά που προέκυψε από τον έλεγχο ήταν 908.886 ευρώ, ποσό το οποίο θεωρήθηκε ως «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας» — δηλαδή αδήλωτο εισόδημα.
Η εφορία, βασιζόμενη στο άρθρο 48 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, προχώρησε σε έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, καταλογίζοντας φόρο εισοδήματος ύψους 266.732 ευρώ και πρόστιμο λόγω ανακρίβειας της δήλωσης 80.019 ευρώ. Επιβλήθηκε επίσης και προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής 54.277 ευρώ, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται στα 401.029,89 ευρώ.
Ο φορολογούμενος προσέφυγε στη ΔΕΔ, ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι το δικαίωμα του Δημοσίου είχε παραγραφεί και ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για προηγούμενη ακρόαση. Επικαλέστηκε επίσης ελλιπή αιτιολόγηση της ελεγκτικής πράξης. Η ΔΕΔ απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος. Αρχικά έκρινε ότι δεν υφίσταται παραγραφή, καθώς το ποσό της φοροδιαφυγής υπερέβαινε τις 100.000 ευρώ και επομένως ίσχυε η δεκαετής προθεσμία καταλογισμού.
Στο σκέλος του ελέγχου, η ΔΕΔ έκρινε ότι η φορολογική διοίκηση προχώρησε σε επαρκώς τεκμηριωμένα ευρήματα βάσει τραπεζικών και λοιπών στοιχείων, εφαρμόζοντας τη νόμιμη διαδικασία για προσδιορισμό αδικαιολόγητων καταθέσεων. Επιπλέον, απέρριψε το επιχείρημα ότι τα ποσά είχαν ήδη φορολογηθεί, καθώς δεν προσκομίστηκαν επαρκείς αποδείξεις ή δηλώσεις εισοδήματος που να τα καλύπτουν.