Επιτροπή Ανταγωνισμού: Ζητά τροποποιήσεις στο σχέδιο νόμου του ΥΠΑΝ για τον ανταγωνισμό

Κεντρικό σημείο των τροποποιήσεων αποτελεί η κατάργηση της 30ήμερης προθεσμίας για τη γνωστοποίηση συγκεντρώσεων.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού προχώρησε σε διευκρινίσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του ν. 3959/2011 που περιλαμβάνονται στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του υπουργείου Ανάπτυξης, μετά από πρόσφατα δημοσιεύματα που προκάλεσαν συζητήσεις για το περιεχόμενο και τις συνέπειες των αλλαγών. Όπως επισημαίνει, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των παρεμβάσεών της και στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου, χωρίς να μεταβάλλεται ο βασικός κορμός των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων.
Κεντρικό σημείο των τροποποιήσεων αποτελεί η κατάργηση της 30ήμερης προθεσμίας για τη γνωστοποίηση συγκεντρώσεων, με στόχο την ευθυγράμμιση της ελληνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό πλαίσιο, όπου δεν προβλέπεται αντίστοιχη χρονική δέσμευση. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η ουσία της υποχρέωσης γνωστοποίησης παραμένει αμετάβλητη και εξακολουθεί να ισχύει όπως από το 1995, ενώ δεν επηρεάζονται ούτε η υποχρέωση αναστολής υλοποίησης των συγκεντρώσεων ούτε οι προθεσμίες λήψης αποφάσεων από την Αρχή. Παράλληλα, προτείνεται η μη εκκίνηση των προβλεπόμενων προθεσμιών σε περιπτώσεις ελλιπώς συμπληρωμένων εντύπων γνωστοποίησης, ώστε να διασφαλίζεται η πληρότητα των στοιχείων και η ορθότερη αξιολόγηση.
Σε ό,τι αφορά τις κυρωτικές εξουσίες της Επιτροπής, το σχέδιο νόμου εισάγει ρητή πρόβλεψη για την επιβολή προστίμων έως 1% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με αιτήματα παροχής πληροφοριών ή παρεμπόδισης επιτόπιων ελέγχων, σύμφωνα με τις επιταγές της Οδηγίας ECN+. Ενισχύεται επίσης ο τεχνολογικός εξοπλισμός της Αρχής, με τη δυνατότητα χρήσης εργαλείων εξόρυξης δεδομένων και τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και πλήρους πρόσβασης στο ΕΣΗΔΗΣ για τον εντοπισμό αθέμιτων πρακτικών στις δημόσιες συμβάσεις.
Αναφορικά με το τέλος 1‰ υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού, διευκρινίζεται ότι η προτεινόμενη διάταξη αποσαφηνίζει τη βάση υπολογισμού του και επιβεβαιώνει πως τυχόν απαλλαγές από άλλα τέλη δεν το επηρεάζουν. Η Αρχή υπενθυμίζει ότι το συγκεκριμένο ανταποδοτικό τέλος δεν εισάγεται για πρώτη φορά, καθώς εφαρμόζεται ήδη από το 2000 και αποτελεί βασική πηγή χρηματοδότησής της.
Τέλος, προβλέπεται η θεσμοθέτηση αμειβόμενης πρακτικής άσκησης για φοιτητές και ασκούμενους δικηγόρους στην Επιτροπή, σε ευθυγράμμιση με την πρακτική άλλων δημόσιων φορέων και ανεξάρτητων αρχών, με στόχο την προσέλκυση νέων επιστημόνων και την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της.







