Header Ads

«Τέσσερα πιάνα» στο Μέγαρο Μουσικής

.

Η ιδέα του βιρτουόζου πιανίστα και καλλιτεχνικού διευθυντή του Μεγάρου Μουσικής Γιάννη Βακαρέλη ήταν πολύ απλή και λειτουργική, να καλέσει τρεις ισάξιους του του σολίστ του πιάνου, τους Συπριέν Κατσαρή, Γιώργο – Εμμανουήλ Λαζαρίδη και Αχιλλέα Γουάστωρ, για να παίξουν όλοι μαζί μια σειρά από κλασικά έργα, στην πλειονότητα τους πολύ γνωστά κα δημοφιλή, σε μετεγγραφές για τέσσερα πιάνα. Το ασυνήθιστο και καινοφανές της υπόθεσης εξασφάλιζε μια τουλάχιστον ενδιαφέρουσα συναυλία. Οι εξαίρετες μετεγγραφές και το πάρα πολύ υψηλό επίπεδο αλλά και το αληθινό πνεύμα συνεργασίας των τεσσάρων εκτελεστών την μετέτρεψαν σε θαυμάσια και αξιομνημόνευτη!  

Τα τέσσερα πιάνα είχαν στηθεί στη σκηνή με ομολογουμένως πρωτότυπο τρόπο. Αντί δηλαδή να βλέπουν όλα προς το κέντρο της ώστε οι μουσικοί να είχαν οπτική επαφή ως συνηθίζεται και είναι μάλλον απαραίτητο είχαν τοποθετηθεί ανά δύο δίπλα το ένα στο άλλο αλλά έτσι ώστε να βλέπουν αντίστοιχα προς τα αριστερά και τα δεξιά.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε μουσικός έβλεπε – και αυτό πλαγίως – μόνον εκείνον που βρισκόταν στο άλλο πιάνο το οποίο κοίταζε προς την κατεύθυνση του δικού του και καθόλου τους άλλους δύο. Το γεγονός αυτό προσέθετε μια επιπλέον πρόκληση, αν όχι δυσκολία, σε μια συναυλία που το φορμά και η δομή της ήταν πολύ πιο απαιτητικό από άλλα για τους εκτελεστές για αυτό άλλωστε ανάλογες πραγματοποιούνται, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, πολύ σπάνια. 

Ταυτόχρονα όμως αυτό έδειχνε εξαρχής και την μελέτη που είχε υπάρξει για το εγχείρημα έτσι ώστε να αποτελέσει μα αληθινή σύμπραξη και όχι απλά «τέσσερις πιανίστες που βρέθηκαν όλοι μαζί στη σκηνή». Θα φαινόταν ακόμα περισσότεροι στη συνέχεια όταν όλοι τους αναλάμβαναν διαδοχικά τα «σολιστικά» μέρη (σε όσα έργα βέβαια υπήρχαν τέτοια) αλλά και άλλαζαν συνεχώς θέσεις στα πιάνα έτσι ώστε καθένας τους να βρίσκεται σε ένα από τα δύο μπροστινά ίσο χρόνο με τους υπόλοιπους, μια έμπρακτη απόδειξη ότι σε αυτή τη συναυλία ήταν όλοι τους ισότιμοι, δίχως κανείς να υπερτερεί ή να είναι υποδεέστερος  των υπολοίπων. 

Το εντυπωσιακό ξεκίνημα με την «Εισαγωγή από τον Ταγχόυζερ» του Ρίχαρντ Βάγκνερ έδωσε μια πολύ καλή πρώτη γεύση  αλλά το αρχικό κυρίως πιάτο», η «Ανοιξη» από τις «Τέσσερις Ε»ποχές» του Αντόνιο Βιβάλντι, ήταν ακόμα καλύτερο καθώς η  εξαιρετικά εμπνευσμένη  μετεγγραφή του αείμνηστου κορυφαίου Κύπριου πιανίστα Νικόλα Οικονόμου μετατρέπει το αγαπημένο μπαρόκ αριστούργημα σε ένα πιανιστικό κομψοτέχνημα διατηρώντας όλη την γοητευτική ανάλαφρη ατμόσφαιρα και «δροσιά» του πρωτοτύπου. Εξίσου σαγηνευτική και η συνέχεια, το «Φαντασία Κάρμεν», μια ευρηματική και με σεβασμό στο πρωτότυπο «συρραφή» θεμάτων της όπερας «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ από τον Αχιλλέα Γουάστωρ. 

Παρότι οι τέσσερις μουσικοί λειτουργούσαν άψογα ως ensemble οι διακριτές μουσικές προσωπικότητες τους ενυπήρχαν ακέραιες μέσα σε αυτό, κάτι πάρα πολύ σημαντικό για ένα τέτοιο ιδιότυπο σχήμα.

Η ακρίβεια και η σταθερότητα του Γιάννη Βακαρέλη, το γαλατικό, κομψό, κάποιες στιγμές και υπαινικτικά παιγνιώδες ύφος του Γαλλοκυπρίου και επίσης συνθέτη Συπριέν Κατσαρή, η εκφραστική τελειότητα του Γιώργου – Εμμανουήλ Λαζαρίδη και η ανανεωτική προσέγγιση, προϊόν της έντονης ενασχόλησης του με την jazz αλλά και αρκετά άλλα ιδιώματα καθώς είναι και ικανότατος ενορχηστρωτής, του Αχιλλέα Γουάστωρ όχι απλά συνυπήρχαν αλλά αλληλοσυμπληρώνονταν και συνέπρατταν ιδανικά για ένα άψογο, εκτελεστικά αλλά και αισθητικά, αποτέλεσμα. 

Αυτό έγινε φανερό και στο ιδιαίτερα απαιτητικό «Εμβατήριο Ράκοτσι», μια μελωδία γραμμένη πιθανότατα από κάποιον τσιγγάνο μουσικό, του βιολιού συγκεκριμένα, ουγγρικής καταγωγής που ήταν όμως ο σπουδαίος συνθέτης μα και βιρτουόζος πιανίστας Φραντζ Λιστ αυτός ο οποίος κυρίως την ανέδειξε με μια σειρά από μετεγγραφές της για ορχήστρα αλλά βέβαια και για ένα ή περισσότερα πιάνα.

Η πολύ μεγάλη όμως εκτελεστικά στιγμή ήρθε με την Σουίτα μπαλέτου «Αλέξης Ζορμπάς» του Μίκη Θεοδωράκη στην οποία ήταν αληθινά αξιοθαύμαστο το πως η ευφυέστατη και αριστοτεχνική μετεγγραφή του Αχιλλεά Γουάστωρ είχε μεταφέρει θέματα για ένα όργανο κουρδισμένο ίσως τονικά αλλά, κακά τα ψέματα, από τις καταβολές του φτιαγμένο για να παίζει κυρίως τροπικές κλίμακες όπως είναι το μπουζούκι στο όργανο που από την συγκερασμένη φύση του όχι μόνον είναι αλλά και συμβολίζει την επιτομή της τονικότητας, το πιάνο, αναδεικνύοντας μάλιστα ακόμα περισσότερο τον μελωδικό πλούτο τους δίχως τις τροπικές στην πλειονότητα τους αρμονίες των πρωτοτύπων. 

Στη συνέχεια ανέκυψε η μοναδική ίσως κατά κάποιο τρόπο ένσταση μου καθώς ο Γιάννης Βακαρέλης είχε την ιδέα να προσκαλέσει τον Κωνσταντίνο Ρήγο να χορογραφήσει το Μπαλέτο της ΕΛΣ για να χορέψει στο τελευταίο έργο του κανονικού προγράμματος. Δεν είμαι ειδικός στον χορό για να κρίνω και ούτε άλλωστε μπορώ να πω ότι η χορογραφία ήταν κακή, απλά θεωρώ ότι δεν προσέθετε τίποτα – αν δεν ήταν περιττή – στην λιτή ομορφιά της μετεγγραφής του δημοφιλέστατου «Μπλερό» του Μορίς Ραβέλ από τον Ζακ Ντριλόν η οποία φυσικά εκτελέσθηκε άριστα. 

Το encore όμως αληθινά περιλάμβανε εκπλήξεις. Πρώτα με το φημισμένο και απαιτητικό στο έπακρο απόσπασμα από το μπαλέτο «Γκαϊανέ» του Αρμενιοσοβιετικού συνθέτη Αράμ Χατσατουριάν «Ο Χορός Των Σπαθιών» που η μετεγγραφή του Αχιλλέα Γουάστωρ κατάφερε να μη χάσει τίποτα από την…αιχμηρότητα του παρά την απουσία δοξαριών/εγχόρδων μα και κρουστών.

Ακόμα περισσότερο ίσως με την διασημότερη διεθνώς σύνθεση του Astor Piazzola, το «Libertango», στο οποίο ο Α. Γουάστωρ «έκανε το θαύμα του» και πάλι με μια όντως ιδιοφυή μετεγγραφή ενός nuevo tango παιγμένου από ένα μπαντονεόν για τέσσερα κλαβιέ και διατηρώντας ακέραιο όλο το «λίκνισμα» αλλά και τον αισθησιασμό του αυθεντικού.

Μα η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε στο τελευταίο έργο, όταν κάθισαν και οι τέσσερις στο ίδιο πιάνο (δυσκολεύτηκαν λίγο βέβαια να στριμωχθούν στο σκαμπό των πολύ δύο διπλάσιοι!) για να παίξουν όλοι μαζί το «Galop Marche», ένα έργο του κυρίως δασκάλου και θεωρητικού παρά συνθέτη Αλμπέρ Λεβινιάκ. Χαριτωμένο φινάλε μιας πολύ σοβαρής αλλά καθόλου σοβαροφανούς βραδιάς…

Προσωπικά για εμένα το πιάνο είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς των οργάνων οπότε ήταν φυσικό να την απολαύσω και να την εκτιμήσω πάρα πολύ. Παρατηρώντας όμως τα πρόσωπα μετά πιστεύω ότι και η πλειονότητα  του κοινού έφυγε από τη ΜΜΑ με την αίσθηση ότι δεν ήταν απλά μια «καλή συναυλία» αλλά μια ξεχωριστή μουσική εμπειρία πάρα πολύ υψηλής ποιότητας που θα παραμείνει στη μνήμη του για πάρα πολύ καιρό. 

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.