Header Ads

«Οι Απάχηδες Των Αθηνών»

Με την πανηγυρική προβολή της αποκατεστημένης κόπιας της ταινίας «Οι Απάχηδες Των Αθηνών» στις 15 Φεβρουαρίου στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της ΕΛΣ έληξε μια μακρά και με πολύ κόπο διαδικασία η οποία στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία καθώς το αποτέλεσμα είναι απλά άριστο. Ενα ντοκουμέντο του πολιτισμού αλλά και της ζωής στη χώρα μας στις αρχές του εικοστού αιώνα παραδόθηκε στο κοινό προς απόλαυση και στους ειδικούς (κριτικούς, ιστορικούς και μελετητές του κινηματογράφου, ιστορικούς αλλά ακόμα και κοινωνιολόγους) προς ενδελεχή μελέτη για την εξαγωγή ποικίλων και λίαν ενδιαφερόντων συμπερασμάτων.

Η διαδικασία της αποκατάστασης που ήταν υπόδειγμα συνέργειας αρκετών, ελληνικών και μη, φορέων έχει περιληπτικά ως εξής:Η ταινία του 1930 «Οι Απάχηδες Των Αθηνών» εθεωρείτο «χαμένη», δηλαδή ότι δεν είχε διασωθεί καμία κόπια της, ώσπου ανακαλύφθηκε συγκυριακά μία σε αρκετά καλή κατάσταση στην Ταινιοθήκη Της Βρετάνης. Η εθνική Ταινιοθήκη Της Γαλλίας ενημέρωσε ως όφειλε την Ταινιοθήκη Της Ελλάδας και της την παρέδωσε και τότε η διεύθυνση της δεύτερης αποφάσισε να προβεί στην αποκατάσταση της, εγχείρημα που αποδείχθηκε πιο δύσκολο και από όσο φαινόταν αρχικά. Πριν από όλα έπρεπε να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση, πιο αναγκαία από ποτέ στην εποχή της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο για τους πολίτες αλλά και για το κράτος. Αρωγός ευτυχώς ήρθε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, αποκλειστικός χορηγός της αποκατάστασης της ταινίας. Με λυμένο πλέον το θέμα των πόρων η πολύτιμη συνδρομή της τεχνογνωσίας και μιας ειδικού της Ταινιοθήκης Της Γαλλίας συνέβαλλε κατά πολύ στην αποκατάσταση της κόπιας.

Αν επρόκειτο για οποιαδήποτε άλλη ταινία αυτό θα ήταν και το τέλος της διαδικασίας, έστω και με την απώλεια του ηχητικού μέρους αφού αυτό δεν μπορούσε να αποκατασταθεί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως αυτό ήταν αδύνατο καθώς η ταινία δεν είναι παρά η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου έργου του Νίκου Χατζηαποστόλου, από κοινού με τον – ίσως γνωστότερο στο ευρύ κοινό – Θεόφραστο Σακελλαρίδη οι κυριότεροι εκπρόσωπο της ελληνικής/αθηναϊκής οπερέτας. Το «Οι Απάχηδες Των Αθηνών» (σε λιμπρέτο του ερμηνευτή/ηθοποιό Γιάννη Πρινέα ο οποίος συμμετείχε τόσο στη θεατρική εκδοχή του όσο και στην ταινία) ήταν μάλιστα από τις σημαντικότερες και σίγουρα η πλέον γνωστή από τις οπερέτες αυτού του σπουδαίου συνθέτη, μαέστρου αλλά και ερμηνευτή, βαθυφώνου για την ακρίβεια/ηθοποιού καθώς την σεζόν 1921 – 22 είχε γνωρίσει τεράστια για τα δεδομένα της εποχής επιτυχία ως θεατρική παράσταση, αυτός άλλωστε ήταν πιθανότατα και ο λόγος για τον οποίο την μετέφερε στον κινηματογράφο εννέα χρόνια αργότερα ο Δημήτρης Γαζιάδης.

.

Η ταινία λοιπόν είναι η πρώτη ελληνική που συνοδευόταν από συγχρονισμένη ηχογράφηση μουσικής και τραγουδιών, η πρώτη ελληνική «ομιλούσα και...άδουσα ταινία». Με την παρέμβαση του Γιώργου Κουμεντάκη, καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ και ιδιαίτερα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εναλλακτικής Σκηνής της Αλέξανδρου Ευκλείδη η Εθνική Λυρική Σκηνή έθεσε υπό την αιγίδα της την αποκατάσταση του ηχητικού/μουσικού μέρους της ταινίας η οποία ανατέθηκε στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής. Την αναγκαία εκτεταμένη και απαιτητική μουσικολογική έρευνα έκανε ο Γιάννης Σαμπροβαλάκης ενώ ο Γιάννης Τσελίκας ανέλαβε την «ανασύνθεση» της μουσικής του Χατζηαποστόλου όπως και το να την συμπληρώσει με νέα και φυσικά ανάλογα μέρη στα λίγα σημεία όπου αυτό χρειαζόταν. Την εκτέλεση της ανέλαβε η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό και αυτή έγινε (με την σύμπραξη δύο γυναικών και ενός άντρας μονωδού της ΕΛΣ) στην πρώτη προβολή της στην ΕΛΣ όπου και ηχογραφήθηκε για να ενσωματωθεί στη συνέχεια στη νέα, ψηφιακή πλέον κόπια της ταινίας.

Η αποκατάσταση λοιπόν της ταινίας αποτελεί ένα τεχνικό/επιστημονικό και εντέλει πολιτιστικό επίτευγμα σε όλους και όλες τους/τις υπευθύνους/ες του οποίου πραγματικά αξίζουν συγχαρητήρια. Πέραν αυτού όμως τι έχει να προσφέρει αυτή η ταινία στους σημερινούς/ές, ειδικούς/ές τε και μη, θεατές και θεάτριες;

Κινηματογραφική αρτιότητα

Οταν διάβασα στους τίτλους της αρχής – και με χαρακτηριστική γραμματοσειρά της εποχής φυσικά – τις λέξεις «Δραματική κωμωδία» με δυσκολία κρατήθηκα να μη γελάσω. Πριν περάσουν λίγα λεπτά όμως είχα καταλάβει ότι πίσω από αυτό το οξύμωρο δεν κρυβόταν παρά η διακαής επιθυμία του σκηνοθέτη να πλησιάσει έστω αυτόν που – τουλάχιστον στην συγκεκριμένη ταινία – αναμφίβολα ήταν το μεγάλο το πρότυπο, δηλαδή τον τεράστιο Τσάρλι Τσάπλιν. Φιλοδοξία βέβαια που δεν εκπληρώθηκε ούτε στο ελάχιστο και παρέμεινε «ευσεβής πόθος» καθώς το φιλμ απέχει παρασάγγας από την ιδιοφυή συνεχή ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό στοιχείο των ταινιών του Σαρλό. Η κυριότερη αιτία για αυτό είναι βέβαια το λιμπρέτο/σενάριο στο οποίο αντί για αυθεντική τραγικότητα υπάρχει μελόδραμα ενώ το κωμικό στοιχείο ομολογουμένως υφίσταται περισσότερο στους αναπόφευκτους αναρίθμητους αναχρονισμούς και στις νοερές συγκρίσεις που κάνεις παρακολουθώντας την κάνεις ανάμεσα στην εποχή κατά την οποία γυρίστηκε με το παρόν.

Αυτή όμως είναι η μοναδική παράμετρος ως προς την οποία αποτυχαίνει γιατί, κατά όλα τα υπόλοιπα, είναι μία απρόσμενα άρτια και, τηρουμένων των αναλογιών, άκρως επαγγελματική μπορώ να πω εργασία. Ο Δημήτρης Γαζιάδης πρέπει να ήταν ένας από τους κορυφαίους σκηνοθέτες ανάμεσα στους όχι πολλούς τέτοιους του ξεκινήματος όχι μόνον κατείχε καλά το αντικείμενο του και ήταν «μάστορας» σε αυτό αλλά επίσης διέθετε μεράκι και όχι λίγη έμπνευση. Το ύφος του προφανώς είχε διαμορφωθεί από τις πολύ πιο προηγμένες κινηματογραφίες άλλων χωρών. Διακρίνεται έντονη η επίδραση της γαλλικής σχολής (και αν το ότι οι υπότιτλοι είναι στα γαλλικά εξηγείται εύλογα από το ότι η συγκεκριμένη κόπια είχε φτιαχτεί για την προβολή της ταινίας στη Γαλλία το ότι η πτωχή και βασανισμένη ανθοπώλιδα που είναι μια από τις δύο κεντρικές ηρωίδες ονομάζεται Τιτίκα αποτελεί απευθείας παραπομπή στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκό «Οι Αθλιοι», από τα πλέον δημοφιλή της εποχής όχι μόνο στην ίδια την Γαλλία αλλά και στη χώρα μας) και, παράδοξα καθώς μέχρι τότε εργαζόταν κυρίως εκεί, πολύ λιγότερο από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Πάνω από όλα όμως, όπως φαίνεται και από το ότι πρότυπο του ήταν ο Τσάπλιν, η καθοριστικότερη επιρροή του ήταν το αμερικανικό σινεμά.

.

Ομως το ντεκουπάζ, η κίνηση της κάμερας, το κάδρο, ακόμα και το μοντάζ δείχνουν αναμφίβολα έναν κινηματογραφιστή με ήδη διαμορφωμένο προσωπικό ύφος. Οσον αφορά στην καθοδήγηση των ηθοποιών είναι επαρκής, συγκρίνοντας και πάλι με καλές μη ελληνικές ταινίες της εποχής και στο πλαίσιο πάντα του εξαιρετικά στιλιζαρισμένου τρόπου ερμηνείας ο οποίος χαρακτήριζε τους και τις ηθοποιούς το βωβού κινηματογράφου και σε πολύ μεγάλο βαθμό συνεχίστηκε και στην πρώτη περίοδο του ομιλώντος. Εκείνο όμως που αποτελεί αληθινό δημιουργικό μα και τεχνικό άθλο της ταινίας, όχι μόνο για τα ημέτερα αλλά και για τα διεθνή δεδομένα της εποχής, είναι ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της γυρίστηκε σε εξωτερικούς χώρους και όχι σε στούντιο όταν τα τότε μέσα και συνθήκες καθιστούσαν ένα σύντομο εξωτερικό γύρισμα...επικίνδυνη αποστολή!

Μουσική υψηλής ποιότητας

Αν το λιμπρέτο της οπερέτας που αποτελεί την «πρώτη ύλη» της ταινίας υστερεί για το μουσικό σκέλος της ισχύει το ακριβώς αντίθετο, δικαιολογώντας και με το παραπάνω την επιτυχία της στην εποχή της αλλά και την πολύ καλή φήμη η οποία την συνοδεύει μέχρι σήμερα και βέβαια αντανακλάται και στον δημιουργό της. Προσωπικά συνολικά η οπερέτα, ευρωπαϊκή και ελληνική, δεν με έπεισε ποτέ για την αξία της, ούτε καν για την αναγκαιότητα της ύπαρξης της για να είμαι ειλικρινής και έτσι είναι ένα ιδίωμα με το οποίο έχω ασχοληθεί ελάχιστα, αν όχι καθόλου. Οφείλω να πω λοιπόν ότι όχι μόνον απόλαυσα και εκτίμησα αλλά και σε κάποιες στιγμές αληθινά εντυπωσιάστηκα από το soundtrack της ταινίας. Στο πρόσωπο του Νίκου Χατζηαποστόλου ανακάλυψα έναν συνθέτη που υπερβαίνει αρκετά τον μέσο όρο των υπολοίπων Ελλήνων της εποχής, έναν δημιουργό με στέρεα αλλά και καλά αφομοιωμένη παιδεία, γνώστη των ευρωπαϊκών μουσικών εξελίξεων του καιρού του, πλήρως κάτοχο των εκφραστικών μέσων του και για αυτό με επίγνωση των ορίων του, ικανό να συνδυάζει διαφορετικά και συχνά ετερόκλητα στοιχεία, πηγαία και καθόλου ευκαταφρόνητη μελωδική έμπνευση και εντελώς απαλλαγμένο από τα μουσικά μα και ιδεολογικά «βαρίδια» της - σχεδόν επιβεβλημένης στους άλλους από τον ιδρυτή της Μανώλη Καλομοίρη - εθνικής σχολής η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται και έναν ενορχηστρωτή με φαντασία, συνολικά κάποιον που μπορεί μεν το έργο του να διακρίνεται για χαρούμενη, συχνά ακόμα και εύθυμη διάθεση του αλλά ο ίδιος δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίζει περισσότερο σοβαρά. Όλες αυτές οι διαπιστώσεις ισχύουν μάλιστα περισσότερο για τα ορχηστρικά από όσο τα φωνητικά μέρη του score και είναι τα πρώτα κυρίως που με κάνουν εντέλει να τον θεωρώ ανώτερο από, μοναδικό Ελληνα ανάλογο του τον Θεόφραστο Σακελλαρίδη ο οποίος ήταν μεν αναμφισβήτητα καλός αλλά και πολύ πιο «εντοπισμένος» συνθέτης.

Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του Αναστασίου Συμεωνίδη ανταποκρίθηκε άψογα στο πολύ ΄δύσκολο έργο της «αναβίωσης» της μουσικής του Χατζηαποστόλου και μάλιστα με την εξαιρετικά απαιτητική συνθήκη του ότι έπρεπε να παίζει ζωντανά, ταυτόχρονα και για αυτό σύγχρονα με την ταινία. Μόνον οι εγνωσμένης ερμηνευτικής αξίας Άννα Στυλιανάκη, Μιράντα Μακρυνιώτη και Χρήστος Κεχρής είχαν περιθώριο να είναι καλύτεροι, γεγονός το οποίο σημαίνει είτε ότι η προετοιμασία τους δεν ήταν αρκετή είτε απλά ότι οι φωνές τους χρειάζονταν κάποιου είδους τεχνική ενίσχυση (αν πρόκειται για το δεύτερο είναι εύκολο να διορθωθεί στην τελική μίξη της ηχογράφησης).

«Ωμός» νατουραλισμός που διδάσκει

.

Αν όμως το κοινό έχει να αποκομίσει κινηματογραφική και μουσική τέρψη από την αποκατάσταση της ταινίας το ενδιαφέρον για τους ιστορικούς και τους κάθε είδους μελετητές εντοπίζεται σε ένα άλλο σημείο της. Θυμάστε τον χαρακτηρισμό της Πλάκας ως της «συνοικίας – ή γειτονιάς – των θεών»;Ή τις ιστορίες μιας σαγηνευτικής, νοσταλγικής και υπέρμετρης γραφικότητας για αυτήν ως επιτομής της «παλιάς, καλής Αθήνας», για παρέες νεαρών που βολτάριζαν τα βράδια στα σοκάκια της τα οποίο ευωδίαζαν γιασεμί και αγιόκλημα κάνοντας καλλίφωνες καντάδες στις ντροπαλές δεσποσύνες της εποχής που τους κρυφοκοίταζαν από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων; Θα τις ξεχάσετε, όπως τις ξέχασα και εγώ, αν παρακολουθήσετε την ταινία της οποίας η δράση τοποθετείται σχεδόν αποκλειστικά σε αυτή την περιοχή της Αθήνας!

Το φιλμ – δίχως να το επιδιώκουν οι δημιουργοί του, το πιθανότερο δίχως καν να το συνειδητοποιούν – λειτουργεί ως προς αυτό σαν ντοκουμέντο, κονιορτοποιώντας όλα τα παραπάνω ως λαϊκό φολκλόρ και, μετά την παρέλευση τόσων δεκαετιών, αστικών μύθων πλέον με εικόνες που αφυπνίζουν και κάποιες στιγμές ακόμα και σοκάρουν και με έναν τρόπο που σχεδόν να προοιωνίζεται το κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού όταν οι δημιουργοί του δεν είχαν καλά – καλά γεννηθεί!

.

Με την εξαίρεση ίσως της κεντρικής οδού, της Αδριανού, το πολύ και της Λυσίου με τα νεοκλασικά κτίρια τους, η Πλάκα των αρχών της δεκαετίας του ’30 ήταν κάτι ως η μεσογειακή ή η νοτιοευρωπαϊκή εκδοχή των σημερινών φαβέλων της νότιας Αμερικής, ένα γκέτοπρωτοφανούς αθλιότητας με αναρίθμητα χαμόσπιτα ή και παράγκες στα οποία κατοικούσαν άνθρωποι βυθισμένοι κυριολεκτικά στην ακραία φτώχεια, την ανεργία, την βρομιά και για αυτό με πλημμελέστατες συνθήκες και την παντελή έλλειψη παιδείας αν όχι αμάθειας, χωρίς καμία αγωγή ευγένειας μέχρι του σημείου να είναι άξεστοι, άπληστοι, σκληροί, με όχι λίγη κακία, δίχως ίχνος αλληλεγγύης μεταξύ τους και φυσικά χωρίς όχι μουσικές ή άλλες καλλιτεχνικές ευαισθησίες αλλά και οποιαδήποτε έννοια αισθητικής καθώς απλά αγωνίζονταν να επιβιώσουν, στην κυριολεξία στα όρια της λιμοκτονίας σε ορισμένες περιπτώσεις. 

.

Αυτοί ήταν οι αληθινοί «απάχηδες των Αθηνών» και ο κόσμος τους και όχι κάποιοι επικούρειοι μποέμ και η ταινία, σχεδόν με αφέλεια, τους δείχνει έτσι ακριβώς όπως ήταν και δίχως να τους ωραιοποιεί καθόλου, πολλοί/ές από αυτούς/ές άλλωστε ήταν κομπάρσοι της. Το πλέον λούμπεν από το λούμπεν προλεταριάτο σίγουρα βρισκόταν και σε άλλες περιοχές της Αθήνας αλλά αμφιβάλλω αν πουθενά αλλού αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού όσο στην Πλάκα! 

«Στης Πλάκας τις ανηφοριές/κενές, ανύπαρκτες ζωές»

Οι εικόνες αυτές αναπόφευκτα σε βάζουν σε σκέψεις και δεν αργείς να αρχίσεις να συνειδητοποιείς τις αιτίες αυτού του φαινομένου. Πίσω από την απέραντη αθλιότητα της Πλάκας βρίσκεται ένα οικιστικό, πολεοδομικό και βέβαια κοινωνικό κατά συρροήν και διαρκές έγκλημα το οποίο ξεκίνησε την εποχή του Όθωνα και εν πολλοίς φτάνει μέχρι σήμερα.

Οταν δηλαδή οι σπουδαίοι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ εκπόνησαν το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους όχι μόνο για τον καιρό τους αλλά και μελλοντικά βασίστηκαν, σχεδόν «πάτησαν» στο αντίστοιχο της Αθήνας του χρυσού αιώνα του Περικλή, επίκεντρο ο λόφος της Ακρόπολης και η πόλη να αναπτύσσεται σταδιακά ακτινωτά γύρω του σε ομόκεντρους κύκλους.

Δυστυχώς το σχέδιο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και, όπου αυτό συνέβη, καταπατήθηκε πολλάκις. Ιδιωτικά (μεγαλοτσιφλικάδες που δεν ήθελαν να απαλλοτριωθούν οι περιουσίες τους ώστε να εφαρμοστεί μια σωστή πολεοδομία με την κατάλληλη χάραξη δρόμων) αλλά και πολιτικά συμφέροντα (άπασες σχεδόν οι κυβερνήσεις που ήθελαν τις φτωχότερες και για αυτό πιο επιρρεπείς σε «ανυπακοή» και εξεγέρσεις λαϊκές μάζες συγκεντρωμένες ώστε να τις ελέγχουν πιο εύκολα) συνέτειναν ώστε να εγκαταλειφθεί το σχέδιο όσον αφορά στην Πλάκα και, κατά προέκταση, σε όλη την περιοχή κάτω από την οδό Αθηνάς. Το ένα ημικύκλιο του πολεοδομικού κύκλου που σχεδίασαν οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ δεν υλοποιήθηκε ποτέ με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση ενός άτυπου γκέτο στις παρυφές της Ακρόπολης, όχι περισσότερο από δέκα λεπτά με τα πόδια από τα ανάκτορα που υπήρχαν ακόμα, την βουλή και το Σύνταγμα και γενικότερα την μητρόπολη (;) η οποία άρχιζε να γεννιέται στην Σταδίου και την Πανεπιστημίου.

Ήδη άλλωστε η πρώτη «πρόβα» καταπάτησης στην πράξη του σχεδίου Κλεάνθης – Σάουμπερτ είχε γίνει στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα όταν η ίδρυση της πρώτης αληθινά μεγάλης βιομηχανικής μονάδας στην Αθήνα, εκείνης του φωταερίου, δεν έγινε αφορμή για μια κανονική – έστω και εντός πόλεως – βιομηχανική ζώνη, με συγκέντρωση των εργοστασίων και γύρω τους τις κατοικίες των εργαζομένων σε αυτά, αλλά ενός μαχαλά παραπηγμάτων στον οποίο κυριαρχούσε η πενία και η παραβατικότητα, ακόμα και η ποινική παρανομία.

Στη συνέχεια, λίγα χρόνια αργότερα, δεν επετράπη στον οραματικό Δημήτρη Πικιώνη να κάνει τις παρεμβάσεις τις οποίες ήθελε στην ευρύτερη περιοχή που γειτνίαζε με την Ακρόπολη δημιουργώντας έστω και με καθυστέρηση τις προϋποθέσεις για μια σωστή πολεοδομική/οικιστική ανάπτυξη της και παράλληλη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων της. Μερικές δεκαετίες αργότερα, εκείνη του ’50 συγκεκριμένα, η τσιμεντοποίηση διά της μεθόδου της αντιπαροχής ισοπέδωσε την τελευταία ελπίδα για ένα ανθρώπινο και ορθολογικό ευρύτερο κέντρο της Αθήνας μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του πρασίνου το οποίο υπήρχε σε αυτό. 

Όλα αυτά βέβαια εγγράφονταν σε ένα πλαίσιο σαφώς και βάσει σκοπιμότητας εντοπισμένης ταξικότητας, Για τους χτίστες από τα νησιά του Αιγαίου που ήρθαν για να κατασκευάσουν τα κτίρια τα οποία θα μετέτρεπαν την Αθήνα από το μεγάλο χωριό που ήταν όταν η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο μεταφέρθηκε σε αυτήν σε προσομοίωση έστω ευρωπαϊκής πόλης της εποχής πάρθηκε πολύ νωρίς η συνειδητή απόφαση να παραμείνουν για πάντα στις συνοικίες της Πλάκας και του Ψυρρή όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά με τις οικογένειες τους, καθηλωμένοι σε φτωχές και υποβαθμισμένες ζωές δίχως ούτε την ελάχιστη προοπτική βελτίωσης, απλά φτηνά εργατικά χέρια και ούτε καν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Αντίστοιχα όμως και εκείνοι αντί να προσπαθήσουν συλλογικά και συστηματικά να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους και να βγουν από τα ιδιότυπα γκέτο τους ταμπουρώθηκαν κυριολεκτικά και μεταφορικά σε αυτά μισώντας όλα και περισσότερο όσους τους είχαν κλείσει εκεί και τους ψηφοφόρους τους. Ούτε είκοσι χρόνια αργότερα και αφού είχαν μεσολαβήσει οι καταστροφές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής η εντοπισμένη ταξικότητα μετατράπηκε σε τοξικότητα με αποτέλεσμα η υπόρρητη και ήδη συσσωρευμένη τάση για βία που διαφαίνεται από τος πετροπόλεμους της γειτονιάς μεν αλλά μέχρι αίματος δε της ταινίας να μεταλλαχθεί με την σειρά της στον αληθινά ένοπλο πλέον εμφύλιο σπαραγμό που έβαλε την ταφόπλακα στο μέλλον της χώρας και φυσικά και της Αθήνας – της αληθινής πρωταγωνίστριας της ταινίας, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε από τους χαρακτήρες της, αν δεν έγινε αντιληπτό ως τώρα – για πάρα πολύ καιρό, υπό μιαν έννοια μέχρι και σήμερα.

Μπορεί κανείς να βρει πολλές αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στο φαινόμενο αυτό, στο τι συνέβη τότε στην Πλάκα και στο τι γίνεται σήμερα στα Εξάρχεια όπου το μεν κράτος με έντονη καταστολή επιχειρεί να περιορίσει την ελευθεριακότητα της περιοχής και κυρίως την παραβατικότητα στην οποία οδηγούν οι απολήξεις της και από την άλλη συγκεκριμένες ομάδες που, στο όνομα της υπεράσπισης της πρώτης, αντιστέκονται και εμποδίζουν οτιδήποτε θα βελτίωνε την ποιότητα ζωής των κατοίκων, θα έκανε συνολικά καλύτερες τις συνθήκες στην περιοχή και επίσης θα αναβάθμιζε την αισθητική αλλά και την κουλτούρα της. Αυτό όμως είναι ένα άλλο, πολύ διαφορετικό αλλά και πολύ μεγάλο θέμα για να αναπτυχθεί εντός του παρόντος κειμένου.

Για όλους τους παραπάνω λόγους πάντως η Αθήνα δεν έγινε ποτέ αληθινή μητρόπολη και αντίστοιχα η Πλάκα Μονμάρτη ή Σόχο, κακόφημες ίσως περιοχές αλλά ταυτόχρονα και εστίες ζωντανού αστικού πολιτισμού και, πολύ περισσότερο βέβαια, η πολυπολιτισμική κυψέλη ποικίλης δημιουργικότητας την οποία αποτελεί επί πολλές δεκαετίες το Γκρίνουιτς Βίλατζ για τη Νέα Υόρκη. Οσο και αν το επιθυμούσε σφοδρά ο Κωστής Παλαμάς η Αθήνα δεν έγινε ποτέ «η διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι» αλλά παρέμεινε ένας ακατέργαστος πολύτιμος λίθος κρυμμένος κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα βρόμας, σκουπιδιών, αμάθειας και έλλειψης πολιτισμού. Ούτε ο χριστιανικός ή όποιος άλλος Θεός, ούτε καν η σοφή Παλλάδα Αθηνά, θα μπορούσε ποτέ να είναι Πλακιώτες γιατί δεν θα άντεχαν την εξαθλίωση η οποία τόσο ανάγλυφα αποτυπώνεται στην ταινία. Και αν ο μέγας Λε Κορμπιζιέ (μέντορας και εργοδότης του κορυφαίου πρωτοπόρου συνθέτη Ιάννη Ξενάκη όσον αφορά στην δεύτερη ιδιότητα του, εκείνη του αρχιτέκτονα) και εισηγητής της άποψης ότι τα κτίρια και κατά προέκταση οι πόλεις αποτελούν ζώντες οργανισμούς ως αποτυπώματα της ανθρώπινης ζωής στο φυσικό περιβάλλον πετούσε ποτέ με αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα δεν θα ήξερε αν θα έπρεπε να γελάσει ειρωνικά ή να χαμογελάσει θλιμμένα για το πού εξαφανίστηκε ο ορθολογισμός και η αίσθηση της αρμονίας των ανθρώπων. Των ανθρώπων εκείνων που θεμελίωσαν αυτή την πόλη ώστε εκείνοι οι οποίοι τους διαδέχτηκαν να αδυνατούν να καταλάβουν ότι αν έχεις έναν κύκλο (αυτόν γύρω από την Ακρόπολη) νομοτελειακά δεν ασχολείσαι μόνο με το ένα ημικύκλιο του αφήνοντας στο έλεος της συγκυρίας και του απρόβλεπτου το άλλο με θλιβερούς «απάχηδες», ως εγχώριους Δον Κιχώτες, να περιπλανώνται σε αυτό κυνηγώντας όχι ανεμόμυλους αλλά μιαν απλά ανθρώπινη ζωή...

Είναι μια συγκλονιστική και πολύ χρήσιμη μαρτυρία την οποία οι περισσότεροι/ες από εμάς δίχως την αποκατάσταση αυτής της ταινίας δεν θα είχαμε.

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.