Θα βγάλει κυβέρνηση η τρίτη εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ;
Οι επερχόμενες βουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ στις 2 Μαρτίου 2020, οι τρίτες κατά σειρά από τον περασμένο Απρίλιο, πρωτοτυπούν:Είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση στη σύντομη Ιστορία της χώρας που γίνονται ημέρα Δευτέρα. Αν και η νομοθεσία προβλέπει ότι κάθε εκλογές (βουλευτικές ή δημοτικές) θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο την Τρίτη, οι έντονες διαμαρτυρίες που προκάλεσε η πιθανότητα επιλογής της 3ης Μαρτίου 2020 – που φέτος συμπίπτει με την εθνική ημέρα μνήμης των αγνοουμένων στρατιωτών που έχασαν την ζωή τους σε ξένο έδαφος - , ανάγκασαν την Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή να μεταφέρει τις επερχόμενες εκλογές την αμέσως προηγούμενη μέρα. Μεταφυσικά μιλώντας, δεν αποκλείεται αυτή η μικρή αλλαγή στην εκλογική διαδικασία να προμηνύει ότι επιτέλους, κάτι καλό θα βγει από αυτές τις κάλπες, θα «λυθούν τα μάγια», το ισραηλινό πολιτικό σύστημα θα βγει από το αδιέξοδο και θα καταφέρει να αναδειχθεί μία νέα κυβέρνηση συνεργασίας, ισχυρή και βιώσιμη με ορίζοντα τετραετίας. Ωστόσο, και αυτήν την τρίτη φορά, οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Όσο για το διακύβευμα των εκλογών της 2ας Μαρτίου 2020; Είναι απλό: Να μην παραταθεί κι άλλο το αδιέξοδο και να μην συρθεί η χώρα σε τέταρτες κατά σειρά εκλογές. Πάντως, η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή εξέδωσε ήδη επίσημη ανακοίνωση, που διαβεβαιώνει ότι, καλού-κακού, οργανωτικά τουλάχιστον, όλα είναι έτοιμα για τις 8 Σεπτεμβρίου 2020 – ημερομηνία διενέργειας των.. τέταρτων κατά σειρά βουλευτικών εκλογών, εάν και πάλι οι μετεκλογικές διεργασίες δεν οδηγήσουν πουθενά. Από την άλλη, εν μέσω ενός εξαιρετικά υποτονικού προεκλογικού κλίματος, κανένας δεν φάνηκε να ταράζεται με το ενδεχόμενο άλλης μίας εκλογικής αναμέτρησης μετά το καλοκαίρι. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στους τίτλους των τηλεοπτικών δελτίων, οι εκλογές δεν αποτελούν προτεραιότητα, κι ας απομένουν λίγα εικοσιτετράωρα πριν ανοίξουν οι κάλπες.
Η τρέχουσα προεκλογική περίοδος διαφέρει σημαντικά από τις δύο προηγούμενες, αποσαφηνίζοντας σημαντικές πτυχές της κομματικής αντιπαράθεσης.
Οι ποινικές υποθέσεις Νετανιάχου και ο αντίκτυπός τους στην παρούσα προεκλογική περίοδο
Το κεντρικό ζήτημα που απασχολεί την ισραηλινή πολιτική ζωή είναι η έκβαση των ποινικών υποθέσεων που βαρύνουν τον Βενιαμίν Νετανιάχου. Ενώ κατά τις προηγούμενες προεκλογικές περιόδους, οι αντιπολιτευόμενες φωνές στηρίζονταν σε δημοσιογραφικές πληροφορίες, κατά την παρούσα προεκλογική αντιπαράθεση αναδείχθηκαν επιτέλους συγκεκριμένα δεδομένα:
Τα τρία κατηγορητήρια κατά του Νετανιάχου ανακοινώθηκαν, το περιεχόμενο των οποίων ήταν λίγο έως πολύ γνωστό από την εντατική κάλυψη της επικαιρότητας από τους συντάκτες του δικαστικού ρεπορτάζ. Ανακοινώθηκε επίσης και η ημερομηνία έναρξης της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας: Μία ακριβώς ημέρα μετά την ορκωμοσία της νέας Κνέσετ, στις 17 Μαρτίου και τις 3 το μεσημέρι, ο Νετανιάχου θα κληθεί να καθίσει στο εδώλιο του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Ιερουσαλήμ για να του αναγνωσθούν επισήμως και δημόσια οι κατηγορίες που τον βαρύνουν. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει ποια από τις τρεις υποθέσεις θα εξετασθεί πρώτη και πότε ακριβώς θα αρχίσει η εκδίκασή της. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η εκδίκαση της πρώτης υπόθεσης θα αρχίσει περί τα μέσα Απριλίου, λίγο μετά το πέρας των αργιών του εβραϊκού Πάσχα. Σημειώνεται μάλιστα ότι το Δικαστήριο θα συνεδριάζει τρεις ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα, χωρίς ωστόσο να είναι σίγουρο εάν ο Νετανιάχου θα είναι υποχρεωμένος να παρίσταται αυτοπροσώπως σε όλες ή σε μερικές από αυτές. Μιας και δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο, ο καθορισμός του τρόπου με τον οποίον θα κυλήσει η ποινική διαδικασία αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Παρ’ όλα αυτά, κατά την ημέρα της ανάγνωσης των κατηγορητηρίων (17/3), οι δικηγόροι του Νετανιάχου έχουν δικαίωμα να υποβάλουν ενστάσεις – ακόμα και αυτήν που θα αφορά το αίτημα αναστολής της ποινικής διαδικασίας, επειδή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου συντρέχει τόσο η βουλευτική ιδιότητα, όσο και η ιδιότητα του υπηρεσιακού πρωθυπουργού. Και ως προς το ειδικότερο αυτό θέμα αναμένεται με ενδιαφέρον τι θα αποφανθεί το Επαρχιακό Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ – χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο, το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα να τεθεί στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που θα συνεδριάσει σε ειδική σύνθεση ως ακυρωτικό (συνταγματικό) δικαστήριο.
Μετά από αυτήν την εξέλιξη, θα περίμενε κανείς η δημοτικότητα του Νετανιάχου να υποχωρήσει, ή ακόμα και να τεθεί ζήτημα αντικατάστασής του στην ηγεσία του Λικούντ. Και όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη.
Στις 26 Δεκεμβρίου 2019, έναν ακριβώς μήνα προτού εκδοθούν τα τρία κατηγορητήρια, πραγματοποιήθηκαν έκτακτες εσωκομματικές εκλογές στο Λικούντ για την ανάδειξη νέου ηγέτη, ύστερα από αίτημα σημαντικής μερίδας εκλεκτόρων που υποστήριζαν την υποψηφιότητα του βουλευτή, διατελέσαντος στο παρελθόν σε σειρά υπουργικών πόστων, Γκιντόν Σάαρ.Ο Βενιαμίν Νετανιάχου αρχικά εξέπληξε με την απόφασή του να συναινέσει στην διενέργεια εσωκομματικών εκλογών. Ωστόσο, η τακτική που αποφάσισε να ακολουθήσει είχε την εξής λογική: Ήταν προτιμότερο να αναμετρηθεί με τους εσωκομματικούς του αντιπάλους προτού εκδοθούν τα κατηγορητήρια που τον βάρυναν, παρά αργότερα. Για καλή του τύχη μάλιστα, η υποψηφιότητα του Γκιντόν Σάαρ αποδείχθηκε ακίνδυνη. Ναι μεν υποστηρίχθηκε από ένα αξιοπρεπές ποσοστό που άγγιζε το 30% των κομματικών εκλεκτόρων, από την άλλη όμως ο Νετανιάχου ‘τσιμέντωσε’ την εσωκομματική του κυριαρχία και την ανανέωση της θητείας του – αποφεύγοντας μετεκλογικές περιπέτειες στο κομματικό του περιβάλλον, όταν πλέον η δικαιοσύνη θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει δυσάρεστες γι’ αυτόν εξελίξεις.
Σωσίβιο από τον Τραμπ
Στις 28 Ιανουαρίου 2020, ανήμερα της ανακοίνωσης των τριών κατηγορητηρίων, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να ανακοινώσει το ειρηνευτικό του σχέδιο για το Παλαιστινιακό – κάτι που αναμενόταν να συμβεί πριν από δύο χρόνια. Η επιλογή της ημερομηνίας δεν ήταν τυχαία. Επελέγη σκόπιμα για να μειώσει τυχόν επιπτώσεις στην δημοτικότητα του Βενιαμίν Νετανιάχου από την έκδοση των κατηγορητηρίων εναντίον του. Ενώ λοιπόν στο Ισραήλ, η δικαιοσύνη αποφαινόταν ότι ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της χώρας βαρύνεται με σοβαρές κατηγορίες περί διαφθοράς, την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος πρωθυπουργός εμφανιζόταν πλάι στον Αμερικανό Πρόεδρο για να ανακοινωθεί σε απ’ευθείας τηλεοπτική μετάδοση ένα ειρηνευτικό σχέδιο με σαφείς φιλοϊσραηλινές προθέσεις, στο οποίο, για πρώτη φορά στην Ιστορία του Παλαιστινιακού, δεν λαμβάνονταν υπ’όψιν τα προ του 1967 σύνορα, και ολόκληρη η Ιερουσαλήμ - ανατολική και δυτική - περιερχόταν υπό πλήρη ισραηλινή κυριαρχία, με την μελλοντική παλαιστινιακή πρωτεύουσα να εξοβελίζεται κάπου ανατολικότερα. Έτσι, η ισραηλινή κοινή γνώμη, αντί να απασχοληθεί ενδελεχώς με τα πολυαναμενόμενα τρία κατηγορητήρια, εν τέλει την παράσταση έκλεψε το σχέδιο Τραμπ, που ουσιαστικά συσπείρωσε γύρω από τον Νετανιάχου τους εσωκομματικούς του σιωπηρούς αμφισβητίες αλλά και τα κόμματα της ευρύτερης Δεξιάς των εποίκων και των υπερορθοδόξων. Από την άλλη όμως, αξίζει να τονισθεί ότι σε ενδοϊσραηλινό επίπεδο, η ανακοίνωση του σχεδίου Τραμπ δεν άλλαξε δραματικά τις δημοσκοπικές επιδόσεις ούτε του Νετανιάχου, αλλά ούτε και του αντιπάλου του, Μπένι Γκαντς. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται επειδή και οι δύο χαιρέτισαν ενθουσιωδώς όσα οι ΗΠΑ πρότειναν ως λύση, διαβεβαιώνοντας και οι δύο τους ισραηλινούς ψηφοφόρους ότι θα υπαγάγουν υπό ισραηλινή κυριαρχία την Κοιλάδα του Ιορδάνη (που αντιστοιχεί στο 30% της Δυτικής Όχθης) και όλους τους υφιστάμενους εβραϊκούς εποικισμούς.
Κατά το παράδειγμα των προηγούμενων προεκλογικών εκστρατειών του Νετανιάχου, έτσι και στην τρέχουσα δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στα επιτεύγματα της εξωτερικής του πολιτικής. Η αρχή έγινε στις 2 Ιανουαρίου 2020, όταν ο Νετανιάχου μετέβη στην Αθήνα και υπέγραψε την τριμερή συμφωνία με την Ελλάδα και την Κύπρο για την εκ νέου διαβεβαίωση της προσήλωσης της χώρας του στο σχέδιο κατασκευής του υποθαλάσσιου αγωγού EastMed. Λίγες εβδομάδες αργότερα, εντύπωση προκάλεσε η συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο του Σουδάν, Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Μπουρχάν, ανακοινώνοντας παράλληλα ότι επίκειται η σταδιακή εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με την αραβική αυτή χώρα της Αφρικής. Το γεγονός ότι την ίδια μέρα στην Σαουδική Αραβία συγκαλείτο εκτάκτως σε ολομέλεια ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνδιασκέψεως με μοναδικό θέμα την καταδίκη του φιλοϊσραηλινού σχεδίου Τραμπ, τόνισε ακόμα περισσότερο την επιτυχία των χειρισμών του ισραηλινού πρωθυπουργού. Παράλληλα, η ανακοίνωση του σχεδίου Τραμπ κατέδειξε σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη των ήδη υπαρχουσών παρασκηνιακών επαφών του Ισραήλ με τις μετριοπαθείς χώρες του Περσικού Κόλπου - Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ομάν -, αφήνοντας παράλληλα ανοικτό το ενδεχόμενο να κυμαίνονται σε ανάλογο επίπεδο οι σχέσεις του Ισραήλ με το Μαρόκο και με χώρες της υποσαχάριας Αφρικής (Τσαντ, Μάλι, Νίγηρα).
Έτσι, για τρίτη συνεχή προεκλογική περίοδο, ο Βενιαμίν Νετανιάχου κατάφερε να επιστρατεύσει αποτελεσματικά όσα επικοινωνιακά μέσα διέθετε, ικανά να διατηρήσουν το ποσοστό του 44% στο δημοσκοπικό ερώτημα «ποιος είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός», καθηλώνοντας τον Μπένι Γκαντς στο 36%.
Αβιγκντόρ Λίμπερμαν : Ξανά απόλυτος ρυθμιστής;
Πέρα από την προεκλογική αντιπαράθεση περί της εμπλοκής του Νετανιάχου σε υποθέσεις διαφθοράς, κατά τις μετεκλογικές διεργασίες που θα ακολουθήσουν προκειμένου να σχηματισθεί η νέα κυβέρνηση σημαντικό ρόλο θα παίξει το φλέγον ζήτημα της ισορροπίας των σχέσεων μεταξύ των θρησκευτικών θεσμών και της δημόσιας εξουσίας. Δυστυχώς, τα πολιτικά κόμματα αγνόησαν άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα που θα έπρεπε να τεθούν στο τραπέζι όπως για παράδειγμα οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν η μεσαία τάξη και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα με έμφαση το υψηλό κόστος ζωής και την συνεχή άνοδο των ενοικίων, ως επίσης και η ποιότητα της παροχής υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής ασφάλισης. Δυστυχώς, η ιδεολογική αντιπαράθεση δεν υπήρξε τόσο ποιοτική όσο ίσως θα αναμενόταν, με αποτέλεσμα ο δημόσιος προεκλογικός λόγος να μην θίγει ουσιαστικά διλήμματα που η ισραηλινή κοινωνία αντιμετωπίζει στο σύνολό της.
Είτε ως κύρια αιτία, είτε ως πρόσχημα – το θεσμικό πλαίσιο που συνδέει την κρατική μηχανή με το ραβινικό κατεστημένο αποτέλεσε το σημαντικότερο σημείο τριβής που δεν επέτρεψε τον σχηματισμό κυβέρνησης κατά τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Πέτρα του σκανδάλου αποτέλεσε ο Αβίγκτνορ Λίμπερμαν, τέως Υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας, και ηγέτης του κόμματος «Ισραήλ, το Σπίτι Μας» («IsraelBeytenu»).
Κατά τις προηγούμενες δύο μετεκλογικές διεργασίες, ο Λίμπερμαν στάθηκε αδύνατον να συμβιβαστεί με την ιδέα της κυβερνητικής συγκατοίκησης με τους εκπροσώπους των υπερορθόδοξων κομμάτων «Εβραϊσμός της Βίβλου» και «Shas». Το κόμμα «Ισραήλ το Σπίτι Μας», όσον αφορά την διαχείριση του Παλαιστινιακού εκφράζει τις απόψεις της ευρύτερης δεξιάς παράταξης και, θεωρητικά τουλάχιστον, εναρμονίζεται απόλυτα με την πολιτική του Λικούντ, των Υπερορθοδόξων και των κομμάτων της εθνοθρησκευτικής Δεξιάς που εκφράζουν τους Εβραίους εποίκους της Δυτικής Όχθης.
Όσον αφορά όμως τις υπερεξουσίες που η νομοθεσία αναγνωρίζει στους εβραϊκούς θρησκευτικούς φορείς – ο Αβίγκντορ Λίμπερμαν εκφράζει καθαρά «αριστερές» αντι-θρησκευτικές απόψεις. Στο στόχαστρο της πολιτικής του ρητορικής βρίσκεται η μερίδα των Υπερορθόδοξων Εβραίων, που αποτελούν το 20% του συνολικού πληθυσμού. Έτσι, ο Λίμπερμαν επιδιώκει να λειτουργούν οι δημόσιες συγκοινωνίες και τα εμπορικά καταστήματα κατά τη διάρκεια του εβραϊκού Σαββάτου, και εάν όχι σε όλη τη χώρα, τουλάχιστον στις περιοχές που κατοικούνται από πολίτες που δεν ακολουθούν τις εβραϊκές θρησκευτικές επιταγές. Επιδιώκει την θεσμοθέτηση πολιτικών γάμων, την ταχύτερη αναγνώριση της εβραϊκής καταγωγής όσων πολιτών προήλθαν από πρώην κομμουνιστικές χώρες, την μείωση των αρμοδιοτήτων της Ραβινίας στην οικονομική ζωή της χώρας – με έμφαση στον χώρο της εστίασης-, την εναρμόνιση των μαθημάτων που προσφέρονται στα εβραϊκά θρησκευτικά σχολεία βασικής και μέσης εκπαίδευσης με το πρόγραμμα σπουδών των εκπαιδευτικών φορέων του ισραηλινού Δημοσίου, και τέλος – την υποχρέωση στράτευσης των Υπερορθοδόξων Εβραίων.
Οι επικριτές του Λίμπερμαν υποστηρίζουν ότι αφ’ ενός επιδιώκει την απογύμνωση του Ισραήλ από τον εβραϊκό του χαρακτήρα, αφ’ ετέρου η εμμονή του να μην θέλει να συγκατοικήσει με τα θρησκευτικά κόμματα στην πραγματικότητα οφείλεται σε προσωπική εμπάθεια κατά του Βενιαμίν Νετανιάχου, που ανάγεται στην περίοδο της υπουργικής του θητείας στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στους λόγους που τον ώθησαν τότε σε παραίτηση. Απεναντίας, οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι εάν το Ισραήλ επιθυμεί να συγκαταλέγεται στον λεγόμενο ‘δυτικό κόσμο’, θα πρέπει να σέβεται όσους πολίτες του επιθυμούν να ζουν σύμφωνα με τον ‘δυτικό τρόπο ζωής’ – και αυτό είναι ένα επιχείρημα απολύτως λογικό και θεμιτό.
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, δεν υπάρχει Ισραηλινός σήμερα που να πιστεύει ότι οι ατέρμονες διαφωνίες ως προς τον θρησκευτικό χαρακτήρα του κράτους θα μπορέσουν να επιλυθούν μέσα από διακομματικές κυβερνητικές συμμαχίες. Συγχρόνως, είναι μάλλον αμφίβολο, εάν τελικά το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει την βούληση να επιλύσει το φλέγον αυτό ζήτημα άπαξ δια παντός, μιας και καμία πολιτική δύναμη της χώρας δεν θέτει επί τάπητος το ζήτημα υιοθέτησης ενός συνταγματικού κειμένου που θα θέτει σαφή όρια μεταξύ κρατικής εξουσίας και θρησκευτικών θεσμών.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό που συμβαίνει είναι πολύ απλούστερο: Και στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις το κόμμα του Λίμπερμαν αναδείχθηκε ως ο απόλυτος ρυθμιστής των εξελίξεων. Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, και αυτή τη φορά χωρίς τις 6 έως 8 έδρες που αναμένεται να λάβει το κόμμα του, ούτε το Λικούντ με τα υπόλοιπα κόμματα της Δεξιάς, αλλά ούτε και το «Γαλανόλευκο» με τους Εργατικούς δεν μπορούν φτάσουν τις 61 κοινοβουλευτικές έδρες, που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα μίας ισχυρής κυβέρνηση με τετραετή θητεία.
Συσπειρώσεις κομμάτων: Το νέο trend του ισραηλινού κομματικού χάρτη
Όταν το σύστημα της απλής αναλογικής με ενιαία περιφέρεια εγγυάται ακόμα ένα πολιτικό αδιέξοδο, τότε η λύση βρίσκεται στη συσπείρωση κομμάτων που εκφράζουν ομοειδείς ιδεολογικούς χώρους. Με βάση αυτό το απλό αξίωμα, στις παρούσες εκλογές παρατηρείται το φαινόμενο οι αρχηγοί των μικρότερων κομμάτων να γεφυρώνουν τις όποιες προσωπικές ή ιδεολογικές τους διαφορές και να συμμετέχουν στις εκλογές με ενιαίο ψηφοδέλτιο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται τόσο στα κόμματα της εβραϊκής Δεξιάς και Αριστεράς, ως επίσης και στην αραβική μερίδα της ισραηλινής κοινωνίας.
Τα κόμματα της Αριστεράς
Η αρχή έγινε στον χώρο της Αριστεράς.Το άλλοτε κραταιό Κόμμα των Εργατικών, συνειδητοποίησε ότι η κοινοβουλευτική του δύναμη κατά τις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις συρρικνούται υπέρμετρα, με φανερή πλέον την απειλή της απόλυτης ανυπαρξίας. Αρχικά είχε αποφασίσει η κοινή κάθοδος του ακόμα μικρότερου κόμματος «Γκέσερ» (μτφ. «Γέφυρα») με επικεφαλής την νομικό Γιαέλ Αμπεκασίς – γεγονός που δεν του προσέδωσε το αναμενόμενο ρεύμα. Σε αντίστοιχους ατυχείς πειραματισμούς είχε προβεί το αριστερό, αντιθρησκευτικό (και ριζοσπαστικότερο όσον αφορά την κοινωνική του ατζέντα) κόμμα «Μέρετς» υπό τον Νιτσάν Χόροβιτς – το οποίο τελικά απέτυχε να κερδίσει σε κοινοβουλευτική δύναμη, προστρέχοντας στην φερόμενη αίγλη που λανθασμένα θεωρούσε ότι θα του προσέδιδε ο τέως πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ.
Έτσι, όταν πλέον το «Γαλανόλευκο» αυτοπροβαλλόταν κατά τις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις ως το νέο κόμμα που εκφράζει τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο, το Κόμμα των Εργατικών αποφάσισε να συμπεριλάβει στον συνδυασμό του και το αριστερότερο κόμμα «Μέρετς» - το οποίο, ήδη από την δεκαετία του ’80, αποτελούσε ‘κόκκινο πανί’ για τους παλαιοκομματικούς συνεχιστές του Δαυίδ Μπεν-Γκουριόν. Παρότι το σημερινό Κόμμα των Εργατικών δεν θυμίζει σε τίποτα σε επιρροή και αίγλη με το πάλαι ποτε κεντροαριστερό κόμμα εξουσίας, για τον χώρο της σημερινής Αριστεράς η κοινή κάθοδος με το ριζοσπαστικό «Μέρετς» θεωρείται γεγονός ιστορικής σημασίας. Έτσι, η άγνωστη μέχρι σήμερα στο ισραηλινό πολιτικό σύστημα ‘θεωρία της χαμένης ψήφου’, φαίνεται ότι βασίζει την απόφαση της σιωνιστικής ισραηλινής Αριστεράς να συσπειρωθεί.
Τα κόμματα της Δεξιάς
Αντίστοιχες διεργασίες σημειώνονται και στην χώρο της εθνοθρηκευτικής Δεξιά, που εκφράζει τους θρησκευόμενους Εβραίους που όμως δεν ανήκουν στις κοινότητες των Υπερορθοδόξων ομοθρήσκων τους. Η επίτευξη συγκλήσεων δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση: Ο χώρος της εθνοθρησκευτικής Δεξιάς από τη μία περιορίζεται από πεπερασμένα μεγέθη κοινωνικών στρωμάτων, από την άλλη τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν (ούτε θέλουν) να χάσουν την θέση που πιστεύουν ότι τους ανήκει στον συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο. Παρ’ όλα αυτά, και στην περίπτωση της Δεξιάς, η θεωρία της ‘χαμένης ψήφου’ επέδρασε ανάλογα, αναγκάζοντας τον νυν υπηρεσιακό Υπουργό Άμυνας, Ναφτάλι Μπένετ, την τέως Υπουργό Δικαιοσύνης, Αγιέλετ Σακέντ, τον ραβίνο Ράφι Πέρετς και τον Μπετσαλέλ Σμότριτς να κατέλθουν με το ενιαίο ψηφοδέλτιο του πολιτικού σχηματισμού «Γιεμίνα» (μτφ. «Προς τα δεξιά»).
Ωστόσο, η εθνοθρησκευτική Δεξιά του «Γιεμίνα» αρνήθηκε να συμπεριλάβει στους κόλπους της την ακόμα δεξιότερη «Εβραϊκή Ισχύ», και ίσως αυτός ο αποκλεισμός να αποτελέσει ένα γεγονός μοιραίας σημασίας για την έκβαση των μετεκλογικών εξελίξεων.
Η «Εβραϊκή Ισχύς» (στα εβραϊκά «Οτσμά Ιουντίτ») πρόσκειται ιδεολογικά στην πολιτική θεώρηση του δολοφονηθέντος ραβίνου Μεΐρ Καχάνα, ο οποίος υποστήριζε ότι η λύση του Παλαιστινιακού θα επιτευχθεί με την μαζική απέλαση του αραβικού πληθυσμού που κατοικεί στο Ισραήλ, στη Δυτική Όχθη και στη Γάζα – μία άποψη που έχει συγκεντρώσει ποικίλες επικρίσεις εντός και εκτός Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας τον Καχανισμό ένα κίνημα με έντονες ρατσιστικές τάσεις.
Οι πολιτικοί εταίροι του «Γιεμίνα» αποφάσισαν ότι δεν επιθυμούν να ταυτισθούν ιδεολογικά με τον συγκεκριμένο χώρο, ο οποίος ωστόσο, στις τελευταίες εκλογές είχε συγκεντρώσει την προτίμηση 80.000 περίπου ψηφοφόρων. Είναι μάλιστα γεγονός ότι αυτές οι ψήφοι – οι οποίες σύμφωνα με την ποσοστιαία τους αναλογία κατά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, αντιστοιχούσαν σε 2 βουλευτικές έδρες -δεν αποκλείεται να κρίνουν την αυτοδυναμία της ευρύτερης δεξιάς παράταξης, όπως καταδεικνύουν οι τελευταίες δημοσκοπικές μετρήσεις λίγες μέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες της 2ας Μαρτίου 2020.
Ο κίνδυνος να ‘χαθεί’ η αυτοδυναμία της Δεξιάς, κυριολεκτικά ‘μέσα από τα χέρια της’ διαφαίνεται από τις επανειλημμένες προσπάθειες του Λικούντ και του Βενιαμίν Νετανιάχου προσωπικά να μεταπείσει την «Εβραϊκή Ισχύ» να μην κατέβει αυτόνομα στις εκλογές, προκειμένου οι 80.000 ψηφοφόροι της να ψηφίσουν οποιοδήποτε κόμμα της Δεξιάς και να μην ‘χαθούν στα αζήτητα’. Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (28/2), ο ηγέτης της «Εβραϊκής Ισχύος», Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, αλλά και ο πνευματικός ηγέτης του κόμματος, ραβίνος Ντοβ Λιόρ, απορρίπτουν τις εκκλήσεις του Λικούντ να μην κατέλθει το κόμμα τους στις επερχόμενες εκλογές. Με αυτήν την τακτική η «Εβραϊκή Ισχύς» επιδιώκει είτε να αναγκάσει το κόμμα «Γιεμίνα» να την περιλάβει στους κόλπους της στην επόμενες (τέταρτες) βουλευτικές εκλογές, είτε ακόμα να προετοιμάσει το έδαφος για κάποιο υπουργικό πόστο στην επερχόμενη κυβέρνηση της Δεξιάς υπό τον Νετανιάχου, ακόμα κι αν τελικά στις εκλογές της 2 Μαρτίου δεν καταφέρει τελικά να εισέλθει στην Κνέσετ – κάτι που θεωρείται σχεδόν βέβαιο, όπως τουλάχιστον δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις.
Η αραβική μειονοτική ψήφος
Ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμόςφαίνεται πως ήταν η πρώτη πολιτική δύναμη στο Ισραήλ που συνειδητοποίησε πολύ νωρίς το περιεχόμενο της ‘θεωρίας της χαμένης ψήφου’. Στις πρώτες εκλογές της 9ης Απριλίου 2019, τα τέσσερα αραβικά κόμματα κατήλθαν σε δύο ξεχωριστούς συνδυασμούς, με αποτέλεσμα οι ισραηλινοί ψηφοφόροι αραβικής καταγωγής να μην προσέλθουν στις κάλπες. Η αραβική μειονοτική ψήφος ανέκαθεν έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές - εξ αιτίας των ανταγωνισμών που υπάρχουν ανάμεσα στις οικογένειες των προεστών -. Αντιθέτως, το ενδιαφέρον για τις βουλευτικές εκλογές ήταν πάντοτε μειωμένο, επειδή είναι γνωστό εξ αρχής ότι αφ’ ενός κανένα αραβικό κόμμα δεν θα επέλεγε να συμμετέχει σε οποιανδήποτε ισραηλινή κυβέρνηση, αφ’ ετέρου κανένα εβραϊκό κόμμα εξουσίας – δεξιό ή κεντροαριστερό – δεν θα επεδίωκε ποτέ να προσφέρει υπουργικό πόστο σε στέλεχος αραβικού κόμματος.
Τα αραβικά μειονοτικά κόμματα Χαντάς, Ράαμ, Τάαλ και Μπάλαντ θορυβήθηκαν από την απότομη μείωση του αριθμού ψήφων στις εκλογές του Απριλίου 2019, κατά τις οποίες έχασαν συνολικά 230.000 ψήφους! Η απόσυρση της (διχαστικής όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε) ‘παλαιάς φρουράς’ πολιτικών του εθνικιστικότερου Μπάλαντ, φαίνεται πως επέτρεψε ιδεολογικές συγκλήσεις, οδηγώντας στην ανασύνταξη του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2019, τα ποσοστά συσπείρωσης της αραβικής μειονοτικής ψήφου αυξήθηκαν στα παλιά τους επίπεδα, και ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός έλεγξε 13 έδρες στην Κνέσετ και κατέστη το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας.
Φαίνεται πως ο μέσος Άραβας ψηφοφόρος του Ισραήλ δεν ενοχλείται καθόλου από τις σημαντικές ιδεολογικές διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα τέσσερα κόμματα που συμμετέχουν στον Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό: Συγκεκριμένα, το κόμμα Χαντάς εκφράζει τις αριστερότερες τάσεις της λιγότερο παραδοσιακής αραβικής κοινωνίας, προωθώντας όσο κατά το δυνατόν ομαλές συνθήκες διακοινοτικής συμβίωσης υπό προϋποθέσεις. Από την άλλη, τα κόμματα Ράαμ και Τάαλ εκφράζουν τα ισλαμιστικά κινήματα του νοτίου και του βορείου Ισραήλ αντίστοιχα, ενώ το εθνικιστικό κόμμα Μπάλαντ τονίζει την ταύτιση των ιστορικών κοινών εθνικών στόχων που συνδέουν τους Άραβες πολίτες του Ισραήλ με τους Παλαιστινίους της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Με την πάροδο των ετών, η αραβική ψήφος έχει μάθει να παρακινείται από καθαρά μειονοτικά, γλωσσικά, εθνικά και θρησκευτικά κριτήρια, παρότι γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός δεν πρόκειται ποτέ να συμμετάσχει σε μία ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η δυναμική συσπείρωσης της αραβικής ψήφου θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο, αγγίζοντας το 90% σε μερικές αραβικές πόλεις του Βορείου Ισραήλ, και ξεπερνώντας το 60% στις πόλεις με μικτό πληθυσμό. Δεν θεωρείται απίθανο το ενδεχόμενο ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός να αυξήσει την κοινοβουλευτική του δύναμη από τις 13 στις 14 έδρες.
Κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, παρατηρήθηκε μία ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία στην εκστρατεία του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού, καταδεικνύοντας την κυρίαρχη θέση που ανέκτησε το αριστερότερο κόμμα Χαντάς. Η προεκλογική εκστρατεία του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού προσπάθησε να αναδείξει τις διακοινοτικές του βλέψεις, προσπαθώντας να προσελκύσει ψήφους από την εβραϊκή πλειοψηφία. Ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός θέλησε να πλασάρει τον εαυτό του ως ‘την μόνη γνήσια αριστερή φωνή’ στον ισραηλινό πολιτικό χάρτη, υποσχόμενος ότι θα προστατεύσει τα δικαιώματα κάθε μη-προνομιούχου πληθυσμιακής ομάδας της χώρας, όπως για παράδειγμα τους Εβραίους αιθιοπικής καταγωγής, τους οικονομικά ασθενέστερους συνταξιούχους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και γενικά όλους όσους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Το επικοινωνιακό εγχείρημα του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού δεν πρόλαβε να φτάσει στο ευρύ εκλογικό σώμα, ούτε και στα παραδοσιακά ΜΜΕ – και το πιθανότερο είναι να μην αποδώσει. Από την άλλη πλευρά, η επιτυχία ή μη αυτής της ιδιότυπης ‘διακοινοτικής’ προεκλογικής καμπάνιας του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού πολύ δύσκολα μπορεί να διαπιστωθεί για τον εξής απλό λόγο: Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, επειδή στο Ισραήλ ισχύει το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής με ενιαία περιφέρεια, είναι πολύ εύκολο ο πολίτης να μεταφέρει τα εκλογικά του δικαιώματα από πόλη σε πόλη. Αυτό σημαίνει ότι ο Άραβας πολίτης του Ισραήλ μπορεί να ψηφίσει τον Ενιαίο Αραβικό Συνδυασμό οπουδήποτε κατοικεί, και φυσικά σε εκλογικά τμήματα όπου ψηφίζουν οι πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος ή εθνοτικής καταγωγής. Με πιο απλά λόγια, τα ποσοστά που θα λάβει ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός θα προέρχονται όχι μόνο από τις αμιγώς αραβικές πόλεις, αλλά και από τα μεγάλα εβραϊκά αστικά κέντρα, χωρίς να υπάρχει τρόπος να διαπιστωθεί εάν τελικά πέτυχε αυτό το πρωτότυπο για τα ισραηλινά χρονικά επικοινωνιακό διακοινοτικό πείραμα.
Τι λένε οι δημοσκοπήσεις
Καθ’ όλη την διάρκεια της τρέχουσας προεκλογικής περιόδου, το «Γαλανόλευκο» υπό τον Μπένι Γκαντς, προηγείτο σταθερά έναντι του Λικούντ με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ένα σταθερό προβάδισμα 4 έως και 6 έδρών. Ωστόσο, κοινό στοιχείο σε όλες τις δημοσκοπήσεις ήταν το συμπέρασμα ότι ούτε η Δεξιά, ούτε και η λεγόμενη Αριστερά δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν την πολυπόθητη πλειοψηφία των 61 εδρών, που θα διασφάλιζε μία αμιγώς δεξιά ή αριστερή ισχυρή κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Την τελευταία εβδομάδα πριν τις εκλογές, σημειώνεται μία ενδιαφέρουσα δημοσκοπική μεταστροφή: Για πρώτη φορά, σε όλες τις δημοσκοπήσεις το Λικούντ προηγείται συγκεντρώνοντας 35 έδρες, έναντι του «Γαλανόλευκου» που συγκεντρώνει 34. Η ξαφνική αυτή μεταστροφή εκτιμάται ότι οφείλεται στους εξής τρεις παράγοντες:
Σύμφωνα με πληροφορίες που διέρρευσαν από κύκλους της δικαιοσύνης, το προσεχές διάστημα πρόκειται να εξετασθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες τέθηκε σε εκκαθάριση μία εταιρεία παραγωγής και προώθησης λογισμικών high-tech, που είχε συστήσει ο Μπένι Γκαντς μετά την αποστράτευσή του. Οι πληροφορίες αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας ένα δεκαήμερο πριν τις εκλογές της 2ας Μαρτίου και παρότι γινόταν σαφές ότι οι υποψίες κακοδιαχείρισης της εν λόγω εταιρείας επ’ ουδενί τρόπω δεν βαραίνουν τον Μπένι Γκαντς προσωπικά, παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι η ισραηλινή κοινή γνώμη δεν έμεινε αδιάφορη σε αυτήν την εξέλιξη.
Η ένταση που ξέσπασε κατά το διάστημα μεταξύ 21 και 23 Φεβρουαρίου 2020 ανάμεσα στο Ισραήλ με την οργάνωση Ισλαμική Τζιχάντ της Γάζας, αλλά και η δυναμική απάντηση που δόθηκε από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις, ακόμα μία φορά αύξησε δημοσκοπικά τις δεξιές τάσεις των ισραηλινών ψηφοφόρων. Είναι άλλωστε παρατηρημένο ότι, κάθε φορά που επικρατεί ένταση με τους Παλαιστινίους (είτε στη Γάζα είτε στην Δυτική Όχθη), πάντοτε ευαισθητοποιούνται τα δεξιά ανακλαστικά της ισραηλινής κοινωνίας.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο κορωνοϊός έπαιξε και αυτός τον δικό του ρόλο στην διαμόρφωση της δημοσκοπικής αυτής μεταστροφής υπέρ της Δεξιάς υπηρεσιακής κυβέρνησης, της οποίας ηγείται ο Νετανιάχου. Η εικόνα που έδωσε η κυβέρνηση όσον αφορά στην λήψη προληπτικών μέτρων αντιμετώπισης της επιδημίας, έδωσε αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες της χώρας. Το Ισραήλ, ήδη από τις πρώτες μέρες που έγινε γνωστή η νέα ασθένεια, εισήγαγε 8 εκατομμύρια μάσκες, αριθμός που πλησιάζει αριθμητικά το σύνολο του πληθυσμού. Η ενημέρωση της κοινής γνώμης για το τι ακριβώς θα πρέπει να κάνουν και η λήψη έκτακτων διοικητικών μέτρων στα νοσοκομεία, στα αεροδρόμια, στα λιμάνια και στις χερσαίες εισόδους προς την ισραηλινή επικράτεια αποφασίσθηκαν με συνοπτικές και αποτελεσματικές διαδικασίες – με το Υπουργείο Υγείας και ο αρμόδιος Υπουργός Υγείας, ραβίνος Υαακώβ Λίτσμαν του Υπερορθόδοξου κόμματος «Εβραϊσμός της Βίβλου» έλαβαν τα εύσημα.
Λαμβάνοντας υπ’όψιν την δημοσκόπηση που διενεργήθηκε για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης, τα ευρήματα της οποίας ανακοινώθηκαν στις 27/2, προβλέπεται ελαφρά ενίσχυση του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού, που συγκεντρώνει 14 έδρες (ενώ στις προηγούμενες εκλογές είχε εξασφαλίσει 13 έδρες). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνει τα ευρήματα δημοσκοπήσεων των περασμένων εβδομάδων, που κατεδείκνυαν ότι στις αμιγώς αραβικές πόλεις, η εκλογική συσπείρωση πλησιάζει το 90%, έναντι του 60-70% των προηγουμένων εκλογικών αναμετρήσεων.
Ο ενιαίος πολιτικός σχηματισμός του Κόμματος των Εργατικών με το αριστερότερο «Μέρετς» και το κεντροαριστερό «Γκέσερ» συγκεντρώνει τον αξιοπρεπή αριθμό των 8 εδρών.
Από την άλλη, ο χώρος της Δεξιάς παρουσιάζει τα εξής ενδιαφέροντα στοχεία: Αφ’ ενός, όπως ήταν αναμενόμενο, τα δύο υπερορθόδοξα κόμματα «Εβραϊσμός της Βίβλου» και «Shas» διατηρούν την κοινοβουλευτική τους δύναμη, συγκεντρώνοντας από 8 έδρες έκαστο. Αφ’ ετέρου, το εθνοθρησκευτικό «Γιεμίνα» ανακτά τις ισορροπίες του συγκεντρώνοντας 7 έδρες. Από την άλλη όμως, η «Εβραϊκή Ισχύς» μπορεί μεν να μην καταφέρνει να ξεπεράσει το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό εισόδου στην Κνέσετ (3,25%), συγκεντρώνει όμως ποσοστό 1,6% . Το ποσοστό αυτό, μεταφραζόμενο σε κοινοβουλευτική δύναμη σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα, θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε μία έως δύο έδρες.
Τέλος, το κόμμα του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, «Ισραήλ το Σπίτι Μας», γνωρίζει μία ελαφρά καθίζηση, συγκεντρώνοντας 6 έδρες. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί το ρόλο του «απόλυτου ρυθμιστή», μιας και μόνο αυτό το κόμμα θα ήταν σε θέση να συμπορευθεί ιδεολογικά τόσο με το Λικούντ, όσο και με το «Γαλανόλευκο».
Τα πιθανά σενάρια
Συμπερασματικά, η δημοσκοπική εικόνα που διαμορφώνεται παραμονές των τρίτων κατά σειρά ισραηλινών βουλευτικών εκλογών της 2 Μαρτίου 2020 έχει ως εξής:
Η ευρύτερη Δεξιά παράταξη (Λικούντ, Υπερορθόδοξοι και «Γιεμίνα») συγκεντρώνει 58 έδρες.
Η ευρύτερη Αριστερά παράταξη («Γαλανόλευκο», Εργατικοί-«Μέρετς» και Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός) συγκεντρώνει 56 έδρες.
Το κόμμα «Ισραήλ το Σπίτι Μας» («IsraelBeytenu») του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν αναδεικνύεται και πάλι ο ρυθμιστής, συγκεντρώνοντας 6 έδρες.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να διαφεύγει η εξής σημαντική λεπτομέρεια: Εάν τελικά η «Εβραϊκή Ισχύς» αποφασίσει να μην κατέλθει αυτόνομα στις εκλογές της 2 Μαρτίου 2020, η ευρύτερη παράταξη της Δεξιάς είναι πιθανόν να συγκεντρώσει 60 έδρες από την πρώτη καταμέτρηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν αποκλείεται κατά την καταμέτρηση των κινητών καλπών, στις οποίες ψηφίζουν οι διπλοεγγεγραμμένοι (στρατιωτικό προσωπικό, νοσηλευόμενοι και φυλακισμένοι), να συγκεντρωθούν οι απαιτούμενες ψήφοι που θα ‘χαρίσουν’ στην ευρύτερη παράταξη της Δεξιάς την πολυπόθητη 61η κοινοβουλευτική έδρα και, ως εκ τούτου, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία – ανοίγοντας τον δρόμο στον Νετανιάχου να σχηματίσει κυβέρνηση.
Ακόμα και στην περίπτωση που το «Γαλανόλευκο» κερδίσει αυτήν την πραγματικά αμφίρροπη μάχη των κοινοβουλευτικών εδρών, οι πιθανότητες να σχηματίσει κυβέρνηση είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Μπορεί να θεωρείται σίγουρη η σύμπραξη του «Γαλανόλευκου» με την διακομματική συνεργασία Εργατικών-«Μέρετς»-«Γκέσερ». Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και εάν εξασφαλισθεί η συνεργασία με τον Λίμπερμαν, είναι αδύνατη η επιβίωση ενός τέτοιου κυβερνητικού σχήματος χωρίς την κοινοβουλευτική στήριξη του Ενιαίου Αραβικού Συνδυασμού. Με πιο απλά λόγια: Η μακροβιότητα μίας κυβέρνησης υπό τον τέως Αρχηγό του ισραηλινού στρατού, Μπένι Γκαντς, θα εξαρτάται από την ψήφο εμπιστοσύνης που θα χρειαστεί να του προσφέρει το αραβικό μειονοτικό κόμμα. Από αυτό και μόνο το στοιχείο, γίνεται αντιληπτό με ξεκάθαρο τρόπο ότι ένα τέτοιο κοινοβουλευτικό σενάριο σε μία χώρα όπως το Ισραήλ – απλά δεν νοείται, ούτε είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί ούτε στους Άραβες μειονοτικούς ψηφοφόρους, αλλά ούτε καν στους ίδιους τους ψηφοφόρους του «Γαλανόλευκου», το 20% των οποίων αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικά ως ‘δεξιοί, που προέρχονται από το Λικούντ, πλην όμως επιθυμούν την αποπομπή του Βενιαμίν Νετανιάχου από την ηγεσία του κόμματος που κάποτε υποστήριζαν’.
Αφότου εκδόθηκαν τα τρία κατηγορητήρια κατά του Νετανιάχου και δημοσιοποιήθηκε το περιεχόμενό τους στα ΜΜΕ, το «Γαλανόλευκο» και ο Μπένι Γκαντς προσωπικά απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας με το Λικούντ υπό την παρούσα ηγεσία του. Μιας και ενδεχόμενο αλλαγής ηγεσίας στο Λικούντ αποκλείεται – μιας και στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές ο Νετανιάχου επεκράτησε πανηγυρικά έναντι του ανθυποψηφίου του, Γκιντόν Σάαρ -. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι η σημαντικότερη νίκη του Νετανιάχου κατά την τρέχουσα προεκλογική περίοδο, ήταν ουσιαστικά η επικράτησή του στις εσωκομματικές εκλογές του Λικούντ.
Στις εκλογές της 2ας Μαρτίου 2020 συμμετέχουν για πρώτη φορά 62.000 νέοι ψηφοφόροι. Αν και δεν ανακοινώθηκαν περαιτέρω δημογραφικά στοιχεία από την ισραηλινή Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία, θα ήταν χρήσιμο να ληφθεί υπ’όψιν η τάση των ψηφοφόρων κατά τις προηγούμενες δύο εκλογικές αναμετρήσεις, η οποία προσέδιδε σαφές προβάδισμα στο «Γαλανόλευκο» του Μπένι Γκαντς. Παράλληλα, και στις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, τα αποτελέσματα των καλπών που είχαν τεθεί στα στρατόπεδα είχαν προκαλέσει την έκπληξη των πολιτικών παρατηρητών: Ενώ παραδοσιακά, οι στρατιώτες και οι στρατιωτίνες ηλικίας από 18 έως 21 ετών στήριζαν κυρίως το Λικούντ και τα εκάστοτε μικρότερα κόμματα της Δεξιάς, στις προηγούμενες δύο εκλογικές αναμετρήσεις οι στρατιωτικές κάλπες έδωσαν σαφές προβάδισμα στο «Γαλανόλευκο». Συγχρόνως με την καταμέτρηση των κινητών καλπών, διενεργείται και ο έλεγχος των καταλόγων των διπλοεγγεγραμμένων, με αποτέλεσμα η τελική διαμόρφωση της κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών να είχε καθυστερήσει τόσο στις εκλογές του Απριλίου, όσο και στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2019. Στην περίπτωση των εκλογών του Σεπτεμβρίου, το «Γαλανόλευκο» αναδείχθηκε πρώτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη χάρη στις ψήφους των στρατιωτών. Θα έχει ενδιαφέρον εάν και αυτήν τη φορά επαναληφθεί το ίδιο φαινόμενο – δεδομένου ότι μεγάλη μερίδα των 62.000 νέων ψηφοφόρων, θα έχει ήδη βάλει τα χακί.
Όλα προλέγουν ότι οι εκλογές της 2ας Μαρτίου 2020 προετοιμάζουν το γνωστό σκηνικό πολιτικού αδιεξόδου των δύο προηγούμενων βουλευτικών εκλογών, του περσινού Απριλίου και Σεπτεμβρίου. Με μηδενική την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας μεταξύ Λικούντ και «Γαλανόλευκου», θα πρέπει να συντελέσουν πολλαπλοί αστάθμητοι παράγοντες (και μεγάλη δόση καθαρής τύχης) για να μπορέσει ο Βενιαμίν Νετανιάχου να καταφέρει να σχηματίσει μία αμιγώς δεξιά κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Σε περίπτωση που οι τελευταίες δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν και το Λικούντ αναδειχθεί πρώτο κόμμα σε κοινοβουλευτική δύναμη, ο Πρόεδρος του Κράτους Ρεουβέν Ρίβλιν θα υποχρεωθεί να αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Βενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος, την επομένη της ορκομωσίας του στην Κνέσετ στις 16/3, θα κληθεί να καθίσει το εδώλιο του κατηγορουμένου την αμέσως επόμενη μέρα. Μία τέτοια εξέλιξη, το πιθανότερο είναι να αυξήσει ακόμα περισσότερο την δημοτικότητά του, κάτι που θα προετοιμάσει νέες προσπάθειες παρέλκυσης της δικαστικής διαδικασίας και περαιτέρω επιπλοκής του πολιτικού αδιεξόδου.
Σε αντίθετη περίπτωση, εάν τελικά το «Γαλανόλευκο» αναδειχθεί πρώτο κόμμα σε κοινοβουλευτικές έδρες, η φωτογραφία του κατηγορουμένου Νετανιάχου στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ, δεν πρόκειται να αυξήσει τις πιθανότητες σχηματισμού κυβέρνησης υπό τον Μπένι Γκαντς, καθότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι κάποια μερίδα βουλευτών του Λικούντ θα τολμήσει να αποστατήσει τη στιγμή που ο αρχηγός του κόμματος βρίσκεται ίσως στην πιο δεινή θέση της πολιτικής του καριέρας.
Οι κάλπες της 2ας Μαρτίου ανοίγουν στις 7 το πρωί και κλείνουν στις 10 το βράδυ της ίδιας μέρας. Μία πρώτη εικόνα των επίσημων αποτελεσμάτων θα έχουμε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Μαρτίου. Επειδή όμως υπολογίζεται ότι η μάχη των ψήφων ανάμεσα στο Λικούντ και στο «Γαλανόλευκο» θα είναι κυριολεκτικά «στήθος με στήθος», η τελική εικόνα της κατανομής των κοινοβουλευτικών εδρών θα διαμορφωθεί με την καταμέτρηση των ψήφων των κινητών καλπών (στρατόπεδα, φυλακές και νοσοκομεία). Η καταμέτρηση των ψήφων των διπλοεγγεγραμμένων υπολογίζεται να ολοκληρωθεί αν όχι στο τέλος της πρώτης εβδομάδας, σίγουρα στις αρχές της δεύτερης εβδομάδας του Μαρτίου 2020.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να παραταθεί το πολιτικό αδιέξοδο στο Ισραήλ. Είναι πολύ πιθανόν – κατ’ άλλους, σχεδόν αναπόφευκτο - οι πολίτες της χώρας να κληθούν να προσέλθουν στις κάλπες για τέταρτη συνεχή φορά. Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, η πιθανότερη ημερομηνία διενέργειας των τέταρτων κατά σειρά βουλευτικών εκλογών είναι η 8η Σεπτεμβρίου 2020. Και ναι: Θα είναι ημέρα Τρίτη. Όπως κάθε φορά άλλωστε..