Πώς οι ΗΠΑ ενισχύουν τον ρόλο τους ως ο κυρίαρχος εξαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού - Η σχέση με την Ελλάδα

Στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής στροφής βρίσκονται τα μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35, τα οποία εξελίσσονται στο νέο «νόμισμα ισχύος» για την αεροπορική υπεροχή εντός ΝΑΤΟ.
Μια νέα και ιδιαίτερα αποκαλυπτική μελέτη του Bruegel, βασισμένη στην πιο ολοκληρωμένη βάση δεδομένων που έχει συγκεντρωθεί για το αμερικανικό Πρόγραμμα Πώλησης Αμερικανικού Στρατιωτικού Υλικού σε Ξένες Χώρες (Foreign Military Sales -FMS), φωτίζει τη βαθιά γεωπολιτική αναδιάταξη που καταγράφεται στις διεθνείς αγορές όπλων από το 2008 έως και τον Σεπτέμβριο του 2025. Η μελέτη καταγράφει 1.179 επίσημες ειδοποιήσεις πωλήσεων προς το Κογκρέσο και αποκαλύπτει πώς οι ΗΠΑ διατηρούν, και μάλιστα ενισχύουν, τον ρόλο τους ως ο κυρίαρχος εξαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού παγκοσμίως.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ευρώπη έχει πλέον αναδειχθεί στον σημαντικότερο πελάτη της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας μέσω FMS, κάτι που πριν από δέκα χρόνια θα φαινόταν απίθανο. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 λειτούργησε ως καταλύτης. Ευρωπαϊκές χώρες που για δεκαετίες διατηρούσαν χαμηλές αμυντικές δαπάνες στράφηκαν μαζικά σε προηγμένα αμερικανικά οπλικά συστήματα για να αναπληρώσουν κενά, να ενισχύσουν αποτρεπτικές ικανότητες και να θωρακίσουν τα εσωτερικά τους σύνορα απέναντι σε έναν ευμετάβλητο γεωπολιτικό ορίζοντα.
Στο επίκεντρο αυτής της ευρωπαϊκής στροφής βρίσκονται τα μαχητικά πέμπτης γενιάς F-35, τα οποία εξελίσσονται στο νέο «νόμισμα ισχύος» για την αεροπορική υπεροχή εντός ΝΑΤΟ. Χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία, η Φινλανδία, η Ολλανδία, η Τσεχία και φυσικά η Ελλάδα έχουν προχωρήσει σε μεγάλες κοινοποιήσεις FMS για την προμήθεια του αεροσκάφους, συχνά συνοδευόμενου από τεράστιο όγκο υποστηρικτικού εξοπλισμού και πυρομαχικών. Η μελέτη του Bruegel καταγράφει ότι μόνο η Φινλανδία έλαβε ειδοποίηση για 64 F-35 μαζί με 482 πυραύλους και 808 βόμβες, δείχνοντας πως οι FMS συμφωνίες λειτουργούν ως ολοκληρωμένα πακέτα μακροχρόνιας συνεργασίας.
Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Ελλάδα κατέχει εξέχουσα θέση. Η χώρα εμφανίζεται ως ένας από τους πιο ενεργούς ευρωπαίους αγοραστές αμερικανικών οπλικών συστημάτων την τελευταία πενταετία. Η κοινοποίηση του 2024 για την απόκτηση έως 40 F-35 εντάσσει την Πολεμική Αεροπορία στην πρώτη γραμμή των τεχνολογικών εξελίξεων του ΝΑΤΟ, ενώ συνοδευτικά συστήματα, όπως πυραύλοι υψηλής ακρίβειας, εφεδρικοί κινητήρες F-135 και πακέτα εκπαίδευσης και υποστήριξης, ενισχύουν σημαντικά τις δυνατότητες του ελληνικού αεροπορικού στόλου. Η μελέτη επισημαίνει ότι η Ελλάδα κινείται πλέον με συνέπεια προς μια στρατηγική βαθιάς εμβάθυνσης της συνεργασίας με την αμερικανική αμυντική βιομηχανία — μια επιλογή που απορρέει τόσο από τις περιφερειακές εντάσεις όσο και από τη βούληση για πλήρη αναβάθμιση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Την ίδια ώρα, το Bruegel υπογραμμίζει ότι η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ασίας, αν και δεν κατέχει πλέον τον απόλυτο πρωταγωνιστικό ρόλο, εξακολουθεί να αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά αμερικανικών FMS. Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ απορροφούν βασικές πλατφόρμες όπως F-15, Apache και Patriot, ενώ οι ανάγκες που προκύπτουν από περιφερειακές συγκρούσεις προκαλούν έντονες διακυμάνσεις στον όγκο των αγορών. Το 2010 καταγράφηκε μία από τις μεγαλύτερες ειδοποιήσεις όλων των εποχών, ύψους 77 δισ. δολαρίων σε τιμές 2024, για την προμήθεια μαχητικών και ελικοπτέρων στη Σαουδική Αραβία.
Η περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού, αν και δεν έχει παρουσιάσει την εκρηκτική αύξηση της Ευρώπης, παραμένει μια στρατηγική αγορά για την Ουάσιγκτον. Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία και Φιλιππίνες ενισχύουν τις αμυντικές τους δυνατότητες με αμερικανικά συστήματα, ισορροπώντας ανάμεσα σε αυξανόμενες κινεζικές πιέσεις και την ανάγκη για αξιόπιστες στρατιωτικές συνεργασίες.
Στον αντίποδα, η Αμερική και η Αφρική εμφανίζονται με μικρότερο όγκο FMS συναλλαγών. Η Βραζιλία, το Μαρόκο και ο Καναδάς αποτελούν τις ελάχιστες περιπτώσεις με σημαντικές παραγγελίες, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας σε σχέση με τα ευρωπαϊκά και μεσανατολικά παραδείγματα.
Κοινός παρονομαστής όλων των περιοχών, όπως αναδεικνύει η μελέτη του Bruegel, είναι ότι τα Προγράμματα Πώλησης Αμερικανικού Στρατιωτικού Υλικού σε Ξένες Χώρες δεν περιορίζονται στην αγορά ενός οπλικού συστήματος. Αντιθέτως, αποτελούν πλήρη «οικοσυστήματα» που περιλαμβάνουν ανταλλακτικά, πυραυλικά συστήματα, μηχανισμούς εκπαίδευσης, τεχνική υποστήριξη και μακροχρόνιες υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο αγοραστής δένεται επιχειρησιακά και τεχνολογικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες για δεκαετίες.







