TaxCalc: Πολιτικό marketing με πλήρη επίγνωση των μελλοντικών δημοσιονομικών απωλειών

Δεν πρόκειται απλώς για ένα εργαλείο ενημέρωσης, αλλά κυρίως για μια ένα εργαλείο πολιτικού marketing.
Η κυβέρνηση έθεσε σήμερα σε λειτουργία την εφαρμογή TaxCalc, μέσω της οποίας οι πολίτες μπορούν να δουν πόσο θα κερδίσουν από τις φορολογικές ελαφρύνσεις που προβλέπεται να ισχύσουν από το 2026. Ενδεικτικό είναι ότι η εφαρμογή βγήκε στον αέρα πριν καν ψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο. Αυτό αποκαλύπτει πως δεν πρόκειται απλώς για ένα εργαλείο ενημέρωσης, αλλά κυρίως για μια ένα εργαλείο πολιτικού marketing με στόχο να δημιουργήσει άμεσα θετικές προσδοκίες.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το πολιτικό marketing και το TaxCalc -ως παραγωγό του- εγείρουν πλήθος ζητημάτων. Αυτά δεν είναι θέματα μικροκομματικής γκρίνιας που εγείρονται από αντιπολιτευτική διάθεση. Αφορούν μια πραγματική οικονομική στρέβλωση Το πρόβλημα έγκειται στη δυναμική που προκαλεί η πρόωρη καλλιέργεια προσδοκιών.
Όταν οι πολίτες βλέπουν το μελλοντικό τους όφελος απεικονισμένο σε μια οθόνη, τείνουν να συμπεριφέρονται σαν να κατέχουν ήδη αυτό το πρόσθετο εισόδημα. Η οικονομική θεωρία μιλάει εδώ για το φαινόμενο της υπερβολικής προεξόφλησης: η προσδοκία γίνεται πράξη πριν ακόμη υλοποιηθεί. Έτσι, ένας μισθωτός που περιμένει ελάφρυνση 400 ευρώ το χρόνο μπορεί να θεωρήσει ότι έχει την οικονομική άνεση να πάρει σήμερα καταναλωτικό δάνειο για να καλύψει προσωπικές ή οικογενειακές ανάγκες. Μια οικογένεια με παιδιά, που υπολογίζει φορολογικό όφελος 1.200 ευρώ, ενδέχεται να προχωρήσει σε αγορά αυτοκινήτου με δόσεις, προεξοφλώντας ότι το μελλοντικό όφελος θα καλύψει μέρος του κόστους. Αντίστοιχα, ένας νέος που απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος για εισόδημα έως 20.000 ευρώ, μπορεί να προχωρήσει σε αγορές ακριβών ηλεκτρονικών συσκευών, έχοντας ήδη ξοδέψει ουσιαστικά την «προσδοκώμενη» φοροελάφρυνση.
Η βραχυπρόθεσμη συνέπεια αυτών των επιλογών φαίνεται θετική τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για το κράτος. Η κατανάλωση ενισχύεται και τα δημόσια έσοδα από ΦΠΑ και άλλους έμμεσους φόρους φουσκώνουν. Δημιουργείται έτσι μια εικόνα δημοσιονομικής ευρωστίας και οικονομικής ανάκαμψης, που ενισχύει το πολιτικό αφήγημα της κυβέρνησης. Ωστόσο, η εικόνα αυτή είναι απατηλή. Όταν οι φορολογικές ελαφρύνσεις τεθούν πραγματικά σε εφαρμογή, τα έσοδα από άμεσους φόρους θα μειωθούν μόνιμα, ενώ η κατανάλωση που στηρίχτηκε στις προσδοκίες θα έχει ήδη εκτονωθεί.
Από τη σκοπιά της μακροπροληπτικής πολιτικής, η στρατηγική αυτή είναι ιδιαίτερα προβληματική. Πρώτον, ενισχύει τον χρηματοοικονομικό κύκλο με τρόπο μη βιώσιμο, καθώς οι πολίτες αυξάνουν τον δανεισμό και τις δαπάνες τους στηριγμένοι σε εισόδημα που δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Αυτό τους εκθέτει σε κίνδυνο υπερχρέωσης, ιδιαίτερα αν τα επιτόκια αυξηθούν ή αν η αγορά εργασίας δεν παραμείνει σταθερή. Δεύτερον, δημιουργεί μια ασυμμετρία ανάμεσα στη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Το κράτος εμφανίζει προσωρινά ενισχυμένα έσοδα από έμμεσους φόρους, αλλά σε βάθος χρόνου οι απώλειες από τη μείωση των άμεσων φόρων είναι μόνιμες. Αυτό μεταφράζεται σε δημοσιονομικό κενό που θα αναγκάσει μελλοντικές κυβερνήσεις να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα.
Τρίτον, υπονομεύεται η σταθερότητα της κατανάλωσης. Οι πολίτες ξοδεύουν σήμερα το μελλοντικό τους όφελος, δημιουργώντας μια πρόσκαιρη «έκρηξη» ζήτησης που ενισχύει την οικονομία στο παρόν. Όταν όμως οι φοροελαφρύνσεις εφαρμοστούν, το όφελος δεν θα μεταφραστεί σε νέα κατανάλωση, καθώς αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Αυτό δημιουργεί ένα κενό ζήτησης και εντείνει την κυκλικότητα της οικονομίας, αντί να την εξομαλύνει, όπως είναι ο στόχος της μακροπροληπτικής πολιτικής.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ελληνική περίπτωση δεν είναι μεμονωμένη και πολλές κυβερνήσεις έχουν μπει σε ανάλογο «πειρασμό». Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φορολογικές περικοπές του 2001 δημιούργησαν κύμα κατανάλωσης και δανεισμού, όμως η δημοσιονομική επιβάρυνση που ακολούθησε υπερέβη κατά πολύ τα προσωρινά οφέλη. Στη Μεγάλη Βρετανία, η ανακοίνωση φοροελαφρύνσεων το 2022 έφερε άμεση έκρηξη κατανάλωσης αλλά και ισχυρή πτώση της στερλίνας, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να ανακαλέσει τα περισσότερα μέτρα υπό την πίεση των αγορών. Αντίστοιχα, στην Ισπανία, μετά το 2008, η πρόωρη προεξόφληση φορολογικών παροχών οδήγησε σε υπερκατανάλωση, αλλά μόλις κατέρρευσαν τα δημόσια έσοδα, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με βαθιά ύφεση.
Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, το TaxCalc περισσότερο από εργαλείο πληροφόρησης, αποτελεί εργαλείο «δημοσκοπικού καλλωπισμού» και δημιουργίας προσδοκιών. Και όπως αναφέραμε παραπάνω, η λογική του εν λόγω πολιτικού marketing φαίνεται να προσφέρει βραχυπρόθεσμα πολιτικό κέρδος, αλλά μεσοπρόθεσμα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα της οικονομίας και τη δημοσιονομική ισορροπία. Η φράση που είχε διατυπώσει το 2008 ο τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Νίκος Γκαργκάνας, αποδίδει με ακρίβεια την ουσία του περιγραφόμενου προβλήματος: «Τρώμε σήμερα το ψωμί του αύριο».