Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χρηματοδότησε την ισραηλινή εταιρεία spyware Paragon με χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων

Η αποκάλυψη προκαλεί έντονη κριτική, καθώς το spyware της Paragon φέρεται να έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφων, ακτιβιστών και μελών της κοινωνίας των πολιτών.
Σε σημερινό αποκαλυπτικό δημοσίευμα της βελγικής ερευνητικής πλατφόρμας Apache γίνεται γνωστό ότι το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF), που λειτουργεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, είχε επενδύσει μέσω ενδιάμεσων κεφαλαίων στην ισραηλινή εταιρεία ανάπτυξης spyware Paragon Solutions. Η επένδυση πραγματοποιήθηκε το 2020 και παρέμεινε ενεργή μέχρι την εξαγορά της εταιρείας από αμερικανικό επενδυτικό όμιλο στα τέλη του 2024.
Η Paragon Solutions ιδρύθηκε το 2019 από τον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ, Εχούντ Μπάρακ, και τον Εχούντ Σνεόρσον, πρώην επικεφαλής της διαβόητης στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών Unit 8200. Το βασικό της προϊόν, το λογισμικό Graphite, επιτρέπει την παραβίαση κρυπτογραφημένων κινητών τηλεφώνων και έχει διατεθεί σε κυβερνητικές υπηρεσίες ασφαλείας ανά τον κόσμο.
Η αποκάλυψη προκαλεί έντονη κριτική, καθώς το spyware της Paragon φέρεται να έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον δημοσιογράφων, ακτιβιστών και μελών της κοινωνίας των πολιτών. Το Citizen Lab του Πανεπιστημίου του Τορόντο κατέγραψε δεκάδες περιστατικά στοχοποίησης χρηστών σε περισσότερες από 20 χώρες, συμπεριλαμβανομένων ευρωπαϊκών κρατών.
Η χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κεφάλαια έγινε μέσω του Aurora Europe SCSp, ενός fund-of-funds που επένδυσε στο ισραηλινό venture capital Red Dot Capital Partners II LP.
Η Red Dot ήταν από τους πρώτους μεγάλους μετόχους της Paragon. Τον Δεκέμβριο του 2024, το αμερικανικό επενδυτικό σχήμα AE Industrial Partners εξαγόρασε την εταιρεία έναντι 900 εκατ. δολαρίων, βάζοντας τέλος στη συμμετοχή των ευρωπαίων επενδυτών.
Η περίπτωση δεν είναι μεμονωμένη. Έγγραφα του 2021 δείχνουν ότι περίπου 118 εκατ. ευρώ από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα InnovFin Equity Facility for Early Stage διοχετεύθηκαν σε ισραηλινές εταιρείες. Αυτό κατέστη δυνατό χάρη στη συμμετοχή του Ισραήλ στα ερευνητικά προγράμματα Horizon 2020 και Horizon Europe. Μετά τον πόλεμο στη Γάζα, η συμμετοχή αυτή αμφισβητείται έντονα, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει προτείνει την αναστολή της.
Το σκάνδαλο θυμίζει τις υποθέσεις της NSO Group και του διαβόητου Pegasus, και της Intellexa και του γνωστού στην Ελλάδα λογισμικού Predator, που χρησιμοποιήθηκαν από κυβερνήσεις, μεταξύ αυτών και ευρωπαϊκές, για παράνομες παρακολουθήσεις.
Η ευρωβουλευτής Σάσκια Μπρικμόν (Ecolo) χαρακτήρισε την επένδυση στην Paragon «ένα ακόμη παράδειγμα του πώς τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων χρηματοδοτούν μια βιομηχανία που στρέφεται εναντίον τους».
Ανάλογη ήταν και η κριτική από τον Φρανκ Βανάερσοτ, διευθυντή της ΜΚΟ Counter Balance, ο οποίος τόνισε ότι η ΕΤΕπ βασίζεται υπερβολικά στην καλή πίστη των ενδιάμεσων κεφαλαίων και δεν ασκεί επαρκή έλεγχο στις τελικές επενδύσεις. «Η πολυπλοκότητα των χρηματοδοτικών σχημάτων δυσχεραίνει την εποπτεία και διευκολύνει την κατεύθυνση πόρων σε εταιρείες που εμπλέκονται σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ανέφερε.
Η Paragon από την πλευρά της υποστηρίζει ότι διαθέτει «ηθικό πλαίσιο πώλησης» και συνεργάζεται μόνο με χώρες που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ωστόσο, αποκαλύψεις δείχνουν ότι το 2023 υπέγραψε συμβόλαιο με τη Σιγκαπούρη, ένα κράτος που κατηγορείται για αυταρχικές πρακτικές.
Επιπλέον, η WhatsApp κατήγγειλε πως περίπου 90 λογαριασμοί δημοσιογράφων και ακτιβιστών παραβιάστηκαν με το Graphite, πολλοί εκ των οποίων στην Ιταλία.
Η υπόθεση εντείνει τη συζήτηση γύρω από τη διαχείριση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, τη διαφάνεια και την ηθική διάσταση των επενδύσεων. Παρά τις διαβεβαιώσεις της ΕΤΕπ ότι η επένδυση στην Paragon το 2020 ήταν «σύμφωνη με τα κριτήρια της εποχής», εγείρονται σοβαρά ερωτήματα για το πώς οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί επιτρέπουν ακόμη τη χρηματοδότηση εταιρειών που παράγουν τεχνολογίες παρακολούθησης.