Πώς θα μετρήσει η Κομισιόν τις ελληνικές φοροαπαλλαγές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας

Η μεγαλύτερη αμφισημία αφορά το εάν μια μείωση των φορολογικών συντελεστών θα καταγραφούν ως δαπάνη.
Η κυβέρνηση έχει καταρτίσει το φορολογικό πακέτο μέτρων της ΔΕΘ με βάση τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργήθηκε το 2024, ωστόσο παραμένουν κρίσιμα ερωτήματα γύρω από τον τρόπο με τον οποίο θα αξιολογηθούν οι εξαγγελίες στο πλαίσιο των νέων ευρωπαϊκών κανόνων.
Οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία εξέτασης, γεγονός που αφήνει ανοιχτά περιθώρια ερμηνειών και αμφισημιών, ειδικά ως προς το πώς θα καταγραφούν φορολογικές παρεμβάσεις.
Σύμφωνα με το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., κάθε κράτος-μέλος δεσμεύεται σε συγκεκριμένη πορεία καθαρών δαπανών. Η Ελλάδα έχει αναλάβει υποχρεώσεις για μέγιστη αύξηση 3,7% το 2025, 3,6% το 2026, 3,1% το 2027 και 3% το 2028. Ο μηχανισμός επιτήρησης που συνοδεύει το πλαίσιο αυτό επιτρέπει κάποια ευελιξία, καθώς θετικές αποκλίσεις σε μια χρονιά μπορούν να ισοσκελίσουν αρνητικές σε άλλη.
Το 2024, η χώρα εμφάνισε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σε αντίθεση με το έλλειμμα 0,6% που είχε προβλεφθεί, ενώ οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 0,3%, πολύ χαμηλότερα από το όριο αύξησης 2,6%. Έτσι δημιουργήθηκε σημαντικός δημοσιονομικός χώρος που δύναται να αξιοποιηθεί τα επόμενα χρόνια.
Η μεγαλύτερη αμφισημία αφορά το εάν μια μείωση των φορολογικών συντελεστών θα καταγραφούν ως δαπάνη. Αν και πρόκειται για παρέμβαση που μειώνει τα δημόσια έσοδα, δεν είναι ξεκάθαρο αν θα προσμετρηθεί στα όρια δαπανών.
Αυτό το κενό αφήνει αβέβαιο το κατά πόσο οι φορολογικές μειώσεις που ανακοινώθηκαν θα επηρεάσουν τον συνολικό δημοσιονομικό χώρο και συνεπώς τη δυνατότητα για νέες παροχές ή στοχευμένες ενισχύσεις.
Σε περίπτωση που επιμετρηθούν, η απώλεια εσόδων από τους φόρους θα λογίζεται σαν να αυξάνονται οι κρατικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μείωση φορολογικού συντελεστή θα περιορίζει τον διαθέσιμο «δημοσιονομικό χώρο» που η χώρα έχει στη διάθεσή της. Εάν οι φορολογικές μειώσεις δεν θεωρηθούν δαπάνες, τότε η κυβέρνηση θα μπορεί να τις εφαρμόσει χωρίς να επηρεαστεί το όριο καθαρών δαπανών. Αυτό αφήνει μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, καθώς οι φορολογικές ελαφρύνσεις θα «τρέχουν» παράλληλα με τις υπόλοιπες δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Η οριστική αποτίμηση θα αποτυπωθεί στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής τον Νοέμβριο. Μέχρι τότε, το ερώτημα για το αν οι μειώσεις φόρων καταγράφονται ως δαπάνες παραμένει το πιο κρίσιμο και ανοιχτό ζήτημα για την ελληνική πλευρά.