Το ΔΝΤ χαρτογραφεί την ευθραυστότητα των οικονομιών - Τα μηνύματα για την Ελλάδα

Σύμφωνα με το Ταμείο, η ευθραυστότητα ενός κράτους δεν ορίζεται απλώς από την ύπαρξη φτώχειας, πολιτικής αστάθειας ή συγκρούσεων, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στις διαταραχές.
Μια νέα μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επιχειρεί να δώσει μετρήσιμη μορφή σε έναν όρο που μέχρι σήμερα παρέμενε ασαφής και πολυδιάστατος: την «κρατική ευθραυστότητα». Η έκθεση με τίτλο «State Fragility: Towards a Conceptual Framework» εισάγει ένα ενιαίο, ποσοτικό σύστημα ανάλυσης που επιτρέπει την αξιολόγηση της ικανότητας ενός κράτους να αντέχει και να ανακάμπτει από κρίσεις. Εμπνευσμένη από τη θεωρία του Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ για τις μη γραμμικές αντιδράσεις των συστημάτων στα σοκ, η προσέγγιση του ΔΝΤ προσπαθεί να κατανοήσει όχι μόνο πότε και γιατί οι χώρες καταρρέουν, αλλά και πώς μπορούν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους.
Σύμφωνα με το Ταμείο, η ευθραυστότητα ενός κράτους δεν ορίζεται απλώς από την ύπαρξη φτώχειας, πολιτικής αστάθειας ή συγκρούσεων, αλλά κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά στις διαταραχές. Ένα κράτος θεωρείται εύθραυστο όταν παρουσιάζει δυσανάλογα μεγάλες απώλειες σε αρνητικά σοκ και ελάχιστα ή καθόλου οφέλη σε θετικά. Με απλά λόγια, πρόκειται για χώρες που «καταρρέουν εύκολα αλλά δυσκολεύονται να απογειωθούν».
Η μελέτη διακρίνει δύο κύριους τύπους ευθραυστότητας: τη χρόνια, που χαρακτηρίζει τα κράτη τα οποία δεν καταφέρνουν να επιτύχουν βιώσιμη ανάπτυξη και παραμένουν παγιδευμένα σε χαμηλές επιδόσεις, και την ευθραυστότητα έναντι πίεσης, η οποία εκδηλώνεται όταν ένα σύστημα καταρρέει υπό την επίδραση μεγάλων σοκ, όπως οικονομικές κρίσεις, πολιτικά πραξικοπήματα ή φυσικές καταστροφές.
Η ανάλυση του ΔΝΤ εκτιμά ότι περίπου το ένα τρίτο των χωρών του πλανήτη –περίπου 65 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ίδιου του Ταμείου– μπορούν να χαρακτηριστούν εύθραυστες, με τη συντριπτική πλειονότητα να εντοπίζεται στην Αφρική. Στην οικονομική διάσταση, οι ερευνητές εξέτασαν πάνω από 440 περιόδους ύφεσης από το 1970 έως το 2024 και διαπίστωσαν ότι σχεδόν το ένα τέταρτο αυτών εμφάνιζε χαρακτηριστικά ευθραυστότητας, δηλαδή βαθιές και παρατεταμένες πτώσεις της παραγωγής χωρίς ταχεία ανάκαμψη.
Η υπερσυγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες ευθραυστότητας. Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι πάνω από το 40% των περιπτώσεων «βαθιών υφέσεων» συνδέονται με οικονομίες εξαρτημένες από έναν ή λίγους τομείς, όπως ο τουρισμός, το πετρέλαιο ή οι εξαγωγές πρώτων υλών. Όταν οι τομείς αυτοί πλήττονται, η ύφεση είναι δυσανάλογα μεγάλη και η ανάκαμψη αργή. Αντίθετα, οι πολυκλαδικές οικονομίες –εκείνες δηλαδή που διαθέτουν διαφοροποιημένη παραγωγική βάση– απορροφούν αποτελεσματικότερα τα σοκ και επανέρχονται ταχύτερα σε αναπτυξιακή πορεία.
Παράλληλα, η θεσμική ποιότητα αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα ανθεκτικότητας. Η έκθεση τονίζει ότι η χρόνια ευθραυστότητα σχετίζεται στενά με αδύναμους θεσμούς, περιορισμένη λογοδοσία και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση. Η λειτουργία της Δικαιοσύνης αποκτά κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό: χώρες με καθυστερημένες ή μεροληπτικές δικαστικές διαδικασίες παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο πολιτικής αστάθειας και χαμηλότερη ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων. Αντιθέτως, η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος λειτουργούν, σύμφωνα με το ΔΝΤ, ως «πολλαπλασιαστές σταθερότητας», ενισχύοντας τη νομιμοποίηση του κράτους και περιορίζοντας τον κίνδυνο κρίσεων.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που εξετάζει η μελέτη είναι το δημόσιο χρέος. Το Ταμείο επισημαίνει ότι το υψηλό χρέος δεν συνιστά αυτόματα δείκτη ευθραυστότητας, ωστόσο σε συνθήκες αδύναμων θεσμών και χαμηλής παραγωγικότητας μπορεί να μετατραπεί σε «πολλαπλασιαστή κρίσεων». Στις περιπτώσεις αυτές, ακόμη και μικρά σοκ αρκούν για να προκαλέσουν βαθιές υφέσεις, καθώς τα κράτη αδυνατούν να αντλήσουν τους απαραίτητους πόρους ή να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών.
Τα μηνύματα για την Ελλάδα
Η μελέτη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα, καθώς φωτίζει παράγοντες που έχουν επηρεάσει διαχρονικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας. Με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,3% την περίοδο 1974–2024, η Ελλάδα δεν εντάσσεται στις ακραίες περιπτώσεις ευθραυστότητας, ωστόσο παρουσιάζει περιορισμένη ανθεκτικότητα απέναντι σε σοκ. Οι διαδοχικές κρίσεις –δημοσιονομική, τραπεζική, πανδημική– αποκάλυψαν τα όρια ενός οικονομικού μοντέλου που βασίζεται υπερβολικά στον τουρισμό, στις υπηρεσίες και στην εσωτερική κατανάλωση, αφήνοντας τη χώρα εκτεθειμένη σε εξωτερικές διαταραχές.
Το ΔΝΤ εντοπίζει στην ελληνική περίπτωση δύο βασικούς παράγοντες που εντείνουν την ευθραυστότητα: την υπερσυγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας και την αδυναμία των θεσμών. Η βραδύτητα της Δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η περιορισμένη θεσμική λογοδοσία περιορίζουν την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί γρήγορα σε κρίσεις ή να αξιοποιήσει ευκαιρίες ανάπτυξης. Η σταθερότητα, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης, δεν εξαρτάται μόνο από τη δημοσιονομική πειθαρχία αλλά και από τη θεσμική ενδυνάμωση και τη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη μελέτη στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της «θεσμικής ικανότητας». Η ανεξαρτησία, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα των δικαστικών διαδικασιών θεωρούνται κομβικά στοιχεία σταθερότητας. Χώρες με αναξιόπιστα δικαστικά συστήματα, σύμφωνα με τη μελέτη, δυσκολεύονται να προσελκύσουν επενδύσεις, να διαχειριστούν κοινωνικές εντάσεις θεσμικά και να αποτρέψουν πολιτικές εκρήξεις. Αντιθέτως, η ενίσχυση της Δικαιοσύνης αποδεικνύεται, όπως σημειώνει το ΔΝΤ, «ο πιο αποτελεσματικός πολλαπλασιαστής σταθερότητας», καθώς κάθε βελτίωση στη θεσμική λειτουργία μειώνει την πιθανότητα κρίσεων και αυξάνει τη δυνατότητα ανάκαμψης από οικονομικά πλήγματα.
Η έκθεση του ΔΝΤ κλείνει με μια φράση που λειτουργεί και ως προειδοποίηση αλλά και ως πρόσκληση για δράση: «Η ευθραυστότητα δεν είναι μοίρα, αλλά απόρροια επιλογών». Για την Ελλάδα –όπως και για κάθε κράτος– η κατανόηση αυτών των μηχανισμών αποτελεί το πρώτο βήμα για την υπέρβασή τους.