Header Ads

Οι ΗΠΑ, το Ιράν και ένα «παιχνίδι» χωρίς νικητή

Και μετά την καταιγίδα, μία «διαφαινόμενη» ηρεμία. Ή μήπως όχι; Στο πλαίσιο μίας χρονιάς και παράλληλα μίας ολότελα νέας δεκαετίας που ξεκίνησε με περίεργους οιωνούς για τις διακρατικές σχέσεις, η παγκόσμια κοινότητα αναλώθηκε με συζητήσεις, αναλύσεις και προβλέψεις επί του ζητήματος το οποίο μονοπώλησε την επικαιρότητα τις εβδομάδες που προηγήθηκαν. Αναμφίβολα, η δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί, υποκινούμενη από τον Αμερικανό Πρόεδρο, οδήγησε το συγκρουσιακό δίπολο ΗΠΑ-Ιράν στο ζενίθ της υφιστάμενης, εδώ και σχεδόν 22 μήνες, κρίσης τους, φέρνοντας νέα δεδομένα στη μονίμως έκρυθμη και κατ’ ουσίαν χαώδη Μέση Ανατολή. Ένα ντόμινο απειλών, απαντήσεων και αντιποίνων σε ένα «παιχνίδι» που δεν ανέδειξε κανένα νικητή εκ των δύο δρώντων, περνώντας πλέον σε μία επόμενη φάση προφορικής, για την ώρα, αποκλιμάκωσης. 

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του, το 2020 «έδωσε» τα δικά του δείγματα γραφής, χαρακτηριζόμενο ως ένα de facto έτος κλιμάκωσης των αμερικανοϊρανικών σχέσεων. Πολλώ δε μάλλον σε μία χρονική περίοδο όπου οι εσωτερικές προκλήσεις βρίθουν από κοινού για τις δύο χώρες. Από τη μία πλευρά, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις ανάμεσα σε πολίτες και τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας στο Ιράν σχετικά με την αύξηση της τιμής της βενζίνης, την κατάρρευση του διαδικτύου, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, τις κατηγορίες περί κρατικής διαφθοράς και το αυξανόμενο οικονομικό χάσμα. Από την άλλη πλευρά, οι πυρετώδεις προετοιμασίες για τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές στις 3 Νοεμβρίου του 2020, με τον Ντόναλντ Τραμπ να διεκδικεί τη δεύτερη θητεία του στο Λευκό Οίκο και επιπλέον να παραπέμπεται σύντομα στην αναμενόμενη δίκη με το αίτημα της καθαίρεσης. Ειδικότερα μετά και το πράσινο φως της Νάνσι Πελόζι να διαβιβαστεί το εις βάρος του κατηγορητήριο στην Γερουσία, διαδικασία που ειρήσθω εν παρόδω αντιμετωπίζεται σε μεγάλο βαθμό με μία αδιάφορη στάση εκ μέρους των Αμερικανών.

Και ενώ τα αμιγώς εσωτερικά ζητήματα μαίνονται, ο θάνατος Σολεϊμανί ήρθε να προσδώσει μία άλλη διάσταση, πυροδοτώντας ξανά το επικίνδυνο «τανγκό» ΗΠΑ και Ιράν και φέρνοντας όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές ενώπιον άλλων δεδομένων. Διαδεχόμενη μία αλληλουχία εντάσεων όπως η αποχώρηση των ΗΠΑ από το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, οι εκρήξεις σε δύο δεξαμενόπλοια στον Κόλπο του Ομάν ή οι επιθέσεις στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της εταιρείας Aramco στη Σαουδική Αραβία, η εκτέλεση της πιο δημοφιλούς προσωπικότητας στο Ιράν, τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου, ήταν μία πράξη ιδωμένη από τη χώρα ως κρατική τρομοκρατία των Αμερικανών. Συσσωρευμένη συναισθηματική έκρηξη, εκπεφρασμένο μίσος απέναντι στις ΗΠΑ, φόβος για το απρόβλεπτο και οι προεκτάσεις μίας ενδεχόμενης πολεμικής σύγκρουσης όπως η ενισχυμένη σκιά της τρομοκρατίας, τα πυρηνικά, το ολοένα και ακριβότερο πετρέλαιο και η γεωπολιτική αβεβαιότητα συνέθεσαν το σκηνικό της επόμενης μέρας. Τραμπ και Χαμενεΐ επιδόθηκαν σε μία εκατέρωθεν επιθετική πολιτική η οποία κινήθηκε, κατά μία έννοια, αριθμητικά. Αφενός οι 52 επιπρόσθετοι στόχοι από πλευράς Ουάσινγκτον δηλαδή το χτύπημα σε σημαίνουσες εγκαταστάσεις για τον πολιτισμό του μεσανατολικού κράτους σε περίπτωση που πληγούν Αμερικανοί πολίτες ή αμερικανικοί πόροι και αφετέρου τα 13 ενδεχόμενα σενάρια απάντησης του Ιράν με βάση το σχέδιο της «σκληρής εκδίκησης» που συζητήθηκε στο Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας της χώρας. 

Είναι αλήθεια ότι η σχέση αυτών των δύο κρατών διακατέχεται από μία τακτική «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Κάτι το οποίο παρατηρήθηκε και με την εικοτολογία ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο της ιρανικής ανταπόδοσης ως προς το αμερικανικό χτύπημα στον επονομαζόμενο «ζωντανό μάρτυρα» που εντάθηκε τις προηγούμενες ημέρες. Παρά τα όποια στοιχήματα, πάντως, η Τεχεράνη και δη οι Φρουροί της Επανάστασης, σε μία δική τους εκδοχή του ρητού της Παλαιάς Διαθήκης, προχώρησαν στην ενέργεια που κατά πολλούς αποτυπώθηκε ως εξαιρετικά μεθοδευμένη και προσεκτικά σχεδιασμένη ενώ κατά άλλους θεωρήθηκε ως μία βιαστική απάντηση. Εντούτοις, αν έπρεπε να περιγραφούν τα αντίποινα του Ιράν με μία και μόνο φράση αυτή θα ήταν η εξής: ότι «πλήρωσαν τις ΗΠΑ με το ίδιο νόμισμα». Πώς δηλαδή; Υλοποιώντας επίθεση διάρκειας περίπου μίας ώρας στις δύο αμερικανικές βάσεις που είναι εγκατεστημένες στην πρωτεύουσα του Ιρακινού Κουρδιστάν Αρμπίλ και στην επαρχία Άνμπαρ του δυτικού Ιράκ μέσω 22 βαλλιστικών πυραύλων, την ώρα που σημειώθηκε και το αντίστοιχο πλήγμα από το αμερικανικό στρατιωτικό drone στην αυτοκινητοπομπή του Ιρανού υποστράτηγου προς το αεροδρόμιο της Βαγδάτης. 

Υπάρχει, όμως, μία ειδοποιός διαφορά. Η γνώση. Δηλαδή το γεγονός ότι και τα δύο στρατόπεδα ανέπτυξαν μία εκ των έσω προετοιμασία και στρατηγική, γνωρίζοντας πώς θα κινηθούν οι αντίπαλοί τους σε αυτή την περίπτωση. Εν προκειμένω, οι Αμερικανοί περίμεναν την αντεπίθεση της άλλης πλευράς, παρακολουθώντας την κάθε κίνηση και επικοινωνία του ιρανικού στρατού με συνέπεια να έχουν τον απαραίτητο χρόνο να προετοιμαστούν. Στάση η οποία λειτούργησε εκ των πραγμάτων επικουρικά για την προστασία των στρατευμάτων και αδιαμφισβήτητα της ζωής των Αμερικανών στρατιωτών με τις ΗΠΑ να βγαίνουν αλώβητες μόνο με υλικές και όχι ανθρώπινες απώλειες. Εξάλλου και το ίδιο το Ιράν επέλεξε να δώσει μία πιο μετριοπαθή απάντηση μέσω του στρατού και όχι κάποιας σιιτικής ομάδας, αποφεύγοντας να προκαλέσει σκοπίμως θύματα στο αμερικανικό στρατιωτικό προσωπικό. Αυτό στο οποίο αποσκοπούσε ήταν να πράξει ό,τι υποσχέθηκε στο λαό του, ασκώντας το δικό του δικαίωμα στην αυτοάμυνα με τη λήψη αναλογικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στέλνοντας το δικό του αυστηρό μήνυμα στην πλευρά Τραμπ και σε οποιαδήποτε πράξη επιθετικότητας, προερχόμενη από τις ΗΠΑ. 

Πέραν αυτού, όμως, η Τεχεράνη εξέφρασε την πρόθεση περί εκτόνωσης της κρίσης επιθυμώντας, κατά τις δηλώσεις του Ιρανού Υπουργού Εξωτερικών Τζαβάντ Μοχάμαντ Ζαρίφ, να τεθεί ένα τέλος στην ένοπλη αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Μία επιθυμία στην οποία και ανταποκρίθηκε η Ουάσινγκτον διά των πιο επίσημων χειλών όταν, στο όχι και τόσο άμεσο διάγγελμά του μετά την πυραυλική επίθεση του Ιράν, ο Ντόναλντ Τραμπ κατέστησε εξίσου ανοιχτό το ενδεχόμενο ενός μεταξύ τους διαλόγου καθώς και την κοινή συμπόρευση των ΗΠΑ με όσους επιζητούν και ασπάζονται ένα μέλλον στο οποίο έχουν θέση η ειρήνη και η ευημερία. 

Η διεθνής κοινή γνώμη και οι ηγεσίες ανά τον κόσμο, λοιπόν, παρακολουθούν το χρονικό μίας συγκρουσιακής σχέσης, την τελευταία εξέλιξη της οποίας σίγουρα δεν ανέμεναν. Η δολοφονία του Κασέμ Σολεϊμανί, ενός ανθρώπου με στρατιωτικό αξίωμα που θήτευσε ως επικεφαλής της επίλεκτης «Δύναμης Αλ Κουντς» της Ισλαμικής Δημοκρατίας και ήταν ο «αρχιτέκτονας» του νικηφόρου αγώνα ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος σε Ιράν και Ιράκ με αποτέλεσμα να τιμάται ως λαϊκός ήρωας, καθιστά από μόνο του ένα γεγονός που δημιούργησε εκτεταμένη ανησυχία για την μετέπειτα παγκόσμια ασφάλεια. Την ώρα, μάλιστα, που νεότερα στοιχεία βλέπουν το φως της δημοσιότητας αναφορικά με το παρασκήνιο της υπόθεσης. Επί παραδείγματι η σκέψη Τραμπ να προχωρήσει στην εξόντωση και δεύτερου Ιρανού αξιωματικού ή η ύπαρξη μίας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων από Ιράκ και Συρία, τροφοδοτώντας με ευαίσθητες πληροφορίες ασφαλείας τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις για την αυτοκινητοπομπή του υποστράτηγου. 

Παρά, όμως, τον βομβαρδισμό πληροφοριών επί του ζητήματος, ένα εξαιρετικά καίριο ερώτημα παρέμενε έωλο:τι οδήγησε Ιράν και ΗΠΑ να μιλήσουν για εκτόνωση της νέας έντασης που ενέτεινε την μεταξύ τους κρίση στις πρώτες μέρες του 2020; Η απάντηση κρύβεται στην εξής μία λέξη: Ελβετία. Η ευρωπαϊκή χώρα ως ένας ανέκαθεν δίαυλος απευθείας, αξιόπιστης και αποτελεσματικής επικοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών συνέβαλε στο να υπάρξει μία πολύ πιο συγκρατημένη ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στην Ουάσινκτον και την Τεχεράνη μερικές ώρες έπειτα από τον θάνατο Σολεϊμανί σε σχέση με την δημόσια εμπρηστική ρητορική και τα οργισμένα tweets Τραμπ, Πομπέο, Χαμενεΐ. Κάτι που επετεύχθη με το κωδικοποιημένο μήνυμα της αμερικανικής κυβέρνησης προς το Ιράν με προτροπή αποκλιμάκωσης μέσω της πρεσβείας της Ελβετίας στη χώρα της Μέσης Ανατολής αλλά και των εμπιστευτικών επαφών του εκεί Ελβετού πρεσβευτή. Δεν είναι, άλλωστε, λίγες οι φορές στο παρελθόν όπου το ιρανο-αμερικανικό δίπολο εξήρε την ελβετική συμβολή στην εξομάλυνση τέτοιου είδους καταστάσεων ως κανάλι για τη μεταφορά επιστολών και την αποφυγή παρερμηνειών. 

Αποδεικνύεται, συνεπώς, ότι το 2020 ξεκίνησε υπό το κράτος αναταραχών σε μία περιοχή που αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία παγκόσμια «πυριτιδαποθήκη», αναδεικνύοντας την εύθραυστη τάξη πραγμάτων που εξακολουθεί να υφίσταται στον αραβικό κόσμο. Η ακραία εναλλακτική την οποία ακολούθησε την τελευταία στιγμή ο Αμερικανός Πρόεδρος, αυτοαναιρώντας την αρχική του απόφαση για οριστική απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από αυτά τα εδάφη, σηματοδότησε την αρχή μίας περιόδου με έντονο γεωπολιτικό ανταγωνισμό, αδιάκοπη προσπάθεια για επίδειξη ισχύος, απειλές ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν. 

Προς το παρόν, πάντως, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν από την πιθανότητα ενός πολεμικού επεισοδίου και να προχωρήσουν σε διάλογο με στόχο την αποκλιμάκωση. Δεν πρέπει, όμως, να υπάρχει εφησυχασμός. Ειδικότερα σε μία περίοδο όπου μέλη των Φρουρών της Επανάστασης προειδοποιούν για ακόμα σκληρότερη εκδίκηση, οι ΗΠΑ επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις στο Ιράν με στόχο την πλήρη συμμόρφωσή του και η Τεχεράνη καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναλαμβάνοντας την πλήρη ευθύνη για το πρόσφατο αεροπορικό δυστύχημα με το ουκρανικό Boeing 737-800 εν μέσω σφοδρών διαδηλώσεων για την παραίτηση της ηγεσίας του θεοκρατικού κράτους.

Θεώνη Γρίβα
Από το Blogger.