Στο μικροσκόπιο του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου η αρχιτεκτονική της ΕΕ για την καταπολέμηση της απάτης - Το παράδειγμα του ΟΠΕΚΕΠΕ

Η απάτη με ενωσιακά κονδύλια, καθώς και συναφή αδικήματα όπως η δωροδοκία, η υπεξαίρεση και το ξέπλυμα χρήματος, πλήττουν άμεσα τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Σε μια περίοδο αυξημένων πιέσεων για τη διασφάλιση της διαφάνειας στη χρήση των δημόσιων πόρων, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) προχωρά στην εκπόνηση ειδικής έκθεσης σχετικά με την αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της απάτης. Η πρωτοβουλία έρχεται σε μια συγκυρία όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πραγματοποιεί συνολική αξιολόγηση του συστήματος πρόληψης και αντιμετώπισης περιπτώσεων απάτης, με φόντο τις αυξημένες χρηματοδοτικές ροές λόγω των προγραμμάτων ανάκαμψης. Η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αναμένεται να δημοσιευθεί τον Δεκέμβριο και θα αποτελέσει σημαντικό εργαλείο ενημέρωσης για τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών που εμπλέκονται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Η απάτη με ενωσιακά κονδύλια, καθώς και συναφή αδικήματα όπως η δωροδοκία, η υπεξαίρεση και το ξέπλυμα χρήματος, πλήττουν άμεσα τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους αποτελεί κομβικής σημασίας προτεραιότητα για τις Βρυξέλλες, καθώς αφορά όχι μόνο την προστασία των οικονομικών πόρων αλλά και την αξιοπιστία των θεσμών της ΕΕ. Το σημερινό σύστημα στηρίζεται στη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO), της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), του Eurojust και της Europol, με κάθε οργανισμό να έχει διακριτές αρμοδιότητες σε επίπεδο ποινικών και διοικητικών ερευνών.
Η ελληνική υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ λειτουργεί ήδη ως χαρακτηριστική υπενθύμιση των κινδύνων που ελλοχεύουν όταν οι μηχανισμοί ελέγχου υποχωρούν έναντι κατεστημένων πρακτικών και πελατειακών δικτύων. Για σχεδόν μία δεκαετία, σύμφωνα με τις αποκαλύψεις του 2025, οργανωμένες πρακτικές εικονικών δηλώσεων βοσκοτόπων και ψευδών μισθώσεων εκτάσεων —ακόμη και σε προστατευόμενες ζώνες Natura— επέτρεψαν την παράνομη διοχέτευση ευρωπαϊκών ενισχύσεων σε μη δικαιούχους. Η συστηματική συγκάλυψη από υπηρεσιακά στελέχη ενίσχυσε ένα κλίμα ατιμωρησίας, δημιουργώντας ένα πλέγμα αδιαφάνειας που έμενε άθικτο για χρόνια. Η υπόθεση αυτή, που συντάραξε τον αγροτικό τομέα και προκάλεσε έντονους προβληματισμούς στις Βρυξέλλες, αποδεικνύει στην πράξη πόσο αναγκαίος είναι ο στενός συντονισμός εθνικών αρχών με ευρωπαϊκούς φορείς όπως η OLAF και η EPPO, ώστε να προλαμβάνονται παρόμοια φαινόμενα και να διασφαλίζεται ότι κάθε ευρώ του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού φτάνει σε αυτούς που πραγματικά το δικαιούνται.
Η έρευνα του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου εστιάζει στον βαθμό σαφήνειας των εντολών αυτών των φορέων, καθώς και στη μεταξύ τους συνεργασία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αξιολόγηση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της OLAF, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια ερευνών. Στόχος είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο ο συντονισμός τους επιτρέπει την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών τους και, τελικά, την επιτυχημένη αντιμετώπιση σύνθετων υποθέσεων απάτης που συχνά διαπερνούν τα σύνορα των κρατών μελών.
Τέλος, εξετάζεται ο εποπτικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με έμφαση στη διασφάλιση ότι οι περιπτώσεις καταδολίευσης αντιμετωπίζονται εγκαίρως και ότι τα ποσά που έχουν αποσπαστεί δολίως ανακτώνται με αποτελεσματικότητα.







