Header Ads

Πούτιν: Ο κατάσκοπος που έγινε ο νέος «τσάρος»

2 Ιουλίου 2020 Μετά τη νίκη. Οι Ρώσοι επικύρωσαν με ποσοστό 77,92% τη συνταγματική αναθεώρηση που κυρίως επιτρέπει στον Βλάντιμιρ Πούτιν να παραμείνει στην εξουσία μέχρι το 2036

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ηγείται της Ρωσίας από το 1999. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, έχει μορφοποιήσει την χώρα σε μια απολυταρχική και στρατοκρατική κοινωνία. Εισέβαλε με επιτυχία, σε δύο γειτονικές χώρες της Ρωσίας και ενίσχυσε τους δεσμούς με τη Συρία και το Ιράν. Σήμερα, αντεπιτίθεται στη δυτική παγκόσμια τάξη και το σχέδιο του φαίνεται να πετυχαίνει. Είναι αδιαμφισβήτητα το σύμβολο της Ρωσικής δύναμης, ένας ηγέτης που συνδυάζει στοιχεία από το τσαρικό και το κομουνιστικό καθεστώς. Δεν είναι λίγοι εξάλλου που τον αποκαλούν «νέο Τσάρο». Για να καταλάβει κανείς πώς ένας άνθρωπος θα μπορούσε να είχε τόσο μεγάλη επιρροή στην χώρα του, δεν χρειάζεται παρά να κοιτάξει στο χάος και την διαφθορά που είχαν κατακλύσει την Ρωσία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ο 40χρονος Πούτιν, ήταν κατάσκοπος της KGB (Κα-Γκε-Μπε) στην Ανατολική Γερμανία. Το 1991, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε σε 15 νέες χώρες, ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ρωσική Ομοσπονδία. Για τον Πούτιν, η Ρωσία είχε χάσει ένα σημαντικό μέρος της έκτασης της. Όπως είπε και ο ίδιος, «πρόκειται για τη μεγάλη γεωπολιτική καταστροφή του αιώνα», καθώς «δεκάδες εκατομμύρια συμπατριώτες μου βρέθηκαν εκτός του Ρωσικού εδάφους».

Η καινούρια κυβέρνηση πούλησε σχεδόν 45.000 δημόσιες επιχειρήσεις, όπως αυτές της ενέργειας, εξορύξεων και επικοινωνιών, οι οποίες ανήκαν στο κομουνιστικό καθεστώς. Η Ρωσική οικονομία βρισκόταν κυριολεκτικά σε «ελεύθερη πτώση» και οι προαναφερόμενες επιχειρήσεις κατέληξαν στα χέρια λίγων πλουσίων ανδρών, γνωστοί και ως «Ολιγάρχες». Την ίδια στιγμή, ο Μπόρις Γιέλτσιν, ο πρώτος Πρόεδρος της Ρωσίας, δεν ήταν δημοφιλής εξαιτίας της συνεργασίας του με την Δύση. Ήταν επίσης αλκοολικός και αρκετοί Ρώσοι τον θεωρούσαν ανίκανο να εξουσιάσει τη χώρα. Για να παραμείνει στην εξουσία, ο Γιέλτσιν βασιζόταν στην υποστήριξη των Ολιγάρχων, για αυτό και τους παραχώρησε ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής δύναμης.

Ο Πούτιν φεύγει από την KGB το 1991 και γίνεται αντιδήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης. Χρησιμοποιεί την θέση του για να υποστηρίξει φίλους και συμμάχους του στον ιδιωτικό τομέα. Τους βοηθά να εγκαθιδρύσουν μονοπώλια, χρησιμοποιεί ανεπίσημα τους πόρους της πόλης για να διευθετήσει τους ανταγωνιστές τους και συνεργάζεται με αρχηγούς συμμοριών. Σύντομα, θα γίνει αρεστός στους Ολιγάρχες και δημιουργεί το δικό του δίκτυο υποστηρικτών, κυρίως πρώην μέλη της KGB. Με την υποστήριξη τους, θα ανέβει γρήγορα στην ανώτατη θέση του νέου κράτους.

Το 1999, ο Πρόεδρος Μπόρις, διορίζει τον Πούτιν (ο οποίος ήταν ακόμη άγνωστος στην εθνική πολιτική σκηνή) ως Πρωθυπουργό. Ο Πούτιν, φοβόταν πως ο Γιέλτσιν επέτρεπε τις ΗΠΑ να εξουσιάζουν την Ρωσία και πως το ΝΑΤΟ, η συμμαχία που για δεκαετίες συγκρατούσε την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, θα επεκτεινόταν στις χώρες που ανήκαν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και θα περικύκλωνε την Ρωσία. Ο στόχος του Πούτιν ήταν να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος, ικανό να επιλύει εσωτερικά ζητήματα και να ασκεί επιρροή στους γείτονες του.

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, επικρατούσε χάος στην περιοχή της Τσετσενίας, η οποία αποσχίστηκε ανεπίσημα από την Ρωσία στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Οι Τσεστένοι οπλαρχηγοί και τρομοκράτες έκαναν συχνές επιθέσεις στα σύνορα. Τον Αύγουστο του 1999, σημειώθηκε μια σειρά από βομβαρδισμούς, οι οποίοι σκότωσαν περισσότερους από 300 ανθρώπους σε τρεις πόλεις, συμπεριλαμβανομένης και της Μόσχας. Ο Πούτιν αμέσως κατηγορεί τους αποσχιστές Τσετσένους για την τρομοκρατική επίθεση. Εμφανίζεται συχνά στην τηλεόραση και η δημοτικότητα του εκτοξεύεται από 2% που ήταν πριν τους βομβαρδισμούς, στο 45% μετά τους βομβαρδισμούς.

Κάποιοι δημοσιογράφοι αργότερα αποκάλυψαν στοιχεία που υποδήλωναν πως οι Ρωσικές υπηρεσίες ασφάλειας μπορεί να ήταν συνεργοί στους βομβαρδισμούς της Μόσχας, ίσως επειδή γνώριζαν πως μια τέτοια κίνηση, θα δημιουργούσε ένα κύμα στήριξης για τον Πούτιν. Ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, μια κρυφή κρατική έρευνα, απέρριψε κάθε διαφορετική θεωρία.

Η Ρωσία επιτέθηκε στην Τσετσενία τον Αύγουστο του 1999. Η πόλη του Γκρόνζυ ισοπεδώθηκε από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς και υπολογίζεται πως 80.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, η Ρωσία φέρνει επιτυχώς την Τσετσενία υπό τον έλεγχό της. Τον Δεκέμβριο του 1999, ο Γιέλτσιν παραιτείται, κάνοντας τον Πούτιν προσωρινό Πρόεδρο. Τον Μάιο του 2000, ο Πούτιν κερδίζει τις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 45%. Ξεκινά να μορφοποιεί το ρωσικό κράτος σύμφωνα με το όραμά του. Οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά, εξακολουθούν να είναι τα κύρια εργαλεία του, όμως γρήγορα υποτάσσει τους ολιγάρχες στην κυριαρχία του. Εκείνοι που τον υποστηρίζουν βραβεύονται και όσοι του φέρνουν αντίσταση, εξοντώνονται.

Με την ολιγαρχία υπό τον έλεγχο του, ο Πούτιν ήταν πλέον ελεύθερος να προχωρήσει το σχέδιο του εκτός Ρωσίας. Εκείνη την εποχή, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας είναι σχετικά καλές. Όμως, τον Αύγουστο του 2008, η Ρωσία εισβάλει στην Γεωργία, μια χώρα που ήθελε να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Επρόκειτο για μια επίδειξη ισχύος της Ρωσίας, η όποια προσαρτά δύο μικρά κομμάτια της Γεωργίας.

Έχει ενδιαφέρον, όμως, πως ο Πούτιν δεν ήταν Πρόεδρος κατά την διάρκεια της εισβολής. Το ρωσικό Σύνταγμα λέει πως ο Πρόεδρος μπορεί να υπηρετήσει δύο συνεχείς θητείες, αλλά δεν θέτει όριο στο συνολικό αριθμό των θητειών που μπορεί κανείς να υπηρετήσει. Οπότε ο Πούτιν πήρε την θέση του Πρωθυπουργού όταν ο εκλεκτός του διάδοχος Ντμίτρι Μεντβέντεφ υπηρέτησε ως Πρόεδρος. Όταν ο Ομπάμα εκλέχθηκε Αμερικανικός Πρόεδρος το 2008, προσπάθησε να επαναφέρει τις σχέσεις με τη Ρωσία. Τελικά συμφώνησαν στον περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου των δύο χωρών.

Όμως ο Πούτιν δεν αλλάζει γνώμη για τις Αμερικανικές προθέσεις. Ενοχλείται συγκεκριμένα από τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή, ειδικά στη Λιβύη το 2011. Επικρίνει δημοσίως τον Μεντβέντεφ επειδή δεν άσκησε βέτο στη απόφαση αυτή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Πούτιν κερδίζει τις εκλογές του 2012 με ποσοστό 63%. Ξεκινάει την τρίτη του θητεία εν μέσω χάους και γίνεται ακόμη πιο αυταρχικός στη διοίκηση της χώρας.

Από τότε που έλαβε αξίωμα πρώτη φορά το 2000, ο Πούτιν κρατούσε τα ηνία της ρωσικής τηλεόρασης. Ουσιαστικά όλα τα ειδησεογραφικά μέσα, είναι κρατικά μέσα προπαγάνδας. Ο Πούτιν, επίσης, ενίσχυσε την επιθετική εξωτερική στρατηγική του. Το 2015, έστειλε όπλα και πολεμικά αεροπλάνα για να βοηθήσουν τον Μπασαρ αλ-’Ασαντ να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Εκτός από αυτά, το καθεστώς του Πούτιν έχει αναπτύξει ένα από τους πλέον αποτελεσματικούς κυβερνο-στρατούς στον κόσμο προκαλώντας πονοκέφαλο στη Δύση. Η Ρωσία, θεωρείται ως υπεύθυνη για την διαδικτυακή επίθεση στην Εσθονία το 2007, αν και η ίδια το διαψεύδει. Ρώσοι χάκερ φέρονται πως έχουν κλέψει εμπιστευτικές αμερικανικές πληροφορίες και έχουν χακάρει λογαριασμούς email πολιτικών. Είναι δε γνωστές οι καταγγελίες περί σαμποτάζ της προεδρικής καμπάνια της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Επιπλέον σχετίζεται με καμπάνιες προπαγάνδας υπέρ ακροδεξιών υποψηφίων στην Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο ο Πούτιν εικάζεται ότι προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί το πολιτικό χάσμα που είχε δημιουργηθεί στις δυτικές δημοκρατίες.

Το 2014, το όραμα του Πούτιν κορυφώθηκε με την στοχοποίηση της Ουκρανίας. Ο Πρόεδρος της Ουκρανίας ανοιγόταν προς την Ευρώπη (κίνημα Euromaidan) και ο Πούτιν φοβήθηκε πως θα μπει στο ΝΑΤΟ. Έτσι, οι Ρώσοι χάκερ ξεκίνησαν μια νέα καμπάνια προπαγάνδας εναντίον του, προκαλώντας διαδηλώσεις στην ανατολική επικράτεια της Ουκρανίας, η οποία ήταν φιλορωσική. Τότε έστειλε καλυμμένες ρωσικές δυνάμεις και σύντομα ξέσπασε η βία. Ο ρωσικός στρατός εισέβαλε, και στις αρχές του 2014, ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία με ένα αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα.

Η επιθετική του εξωτερική πολιτική εξασθενεί τους γείτονες του, ενώ, συσπειρώνει τους Ρώσους γύρω του. Αλλά όλα αυτά έχουν γίνει εις βάρος του λαού του. Οι εισβολές του έχουν προκαλέσει αυστηρές κυρώσεις από τη Δύση, απαγορεύοντας στις ρωσικές εταιρείες να κάνουν εμπόριο στις δυτικές αγορές. Το ρωσικό νόμισμα έχει υποχωρήσει σε αξία και ο ενεργειακός τομέας στον οποίο βασίζεται η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας, αρχίζει να καταρρέει.

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έφερε νέα ελπίδα για το σχέδιο του Πούτιν. Η ρητορική του Τραμπ ήταν και εξακολουθεί να είναι, ιδιαίτερα ελαστική ως προς τη Ρωσία. Τα λόγια του Τράμπ, αφήνουν υπαινιγμούς πως θα μπορούσε να αποσύρει τις κυρώσεις και να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ. Αυτό φυσικά, θα έδινε τη δυνατότητα στη Ρωσία να γίνει μια κυρίαρχη δύναμη ξανά.

Ο Πρόεδρος Πούτιν κρατά ακόμα τα ηνία της εξουσίας στην Ρωσία. Με το συνταγματικό δημοψήφισμα 1ης Ιουλίου 2020, η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων ψηφοφόρων τάχθηκε υπέρ της συνταγματικής αναθεώρησης, δίνοντας στον Πούτιν την δυνατότητα να μείνει στην εξουσία έως το 2036.Αλλά όπως έχει δείξει η ρωσική ιστορία, τα συστήματα διακυβέρνησης αυτής της χώρας μπορούν να ανέλθουν και να πέσουν αναπάντεχα.

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.