Header Ads

Ιερουσαλήμ Ιούλιος 1099: Η λεηλασία της Ιερής Πόλης

Οι Σταυροφόροι καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ

Η Ιερουσαλήμ θεωρείται η ιερή πόλη για τις τρεις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες: τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και το Ισλάμ. Από τα μέσα του 7ου αιώνα η ιερή πόλη είχε κατακτηθεί από τους μουσουλμάνους κατά την πρώτη φάση της αραβοϊσλαμικής επέκτασης. Η πόλη παρέμεινε σε μουσουλμανική κυριαρχία μέχρι το καλοκαίρι του 1099, οπότε και έφτασαν στην περιοχή τα στρατεύματα της Α΄ Σταυροφορίας, η οποία είχε διακηρυγμένο σκοπό την «απελευθέρωση» των Αγίων Τόπων και της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους.

Ήταν Ιούνιος του 1099. Οι Σταυροφόροι είχαν φτάσει πια έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ‧ είχαν ξεκινήσει δυο χρόνια πριν από την κεντρική και δυτική Ευρώπη. Αφού διέσχισαν τη βαλκανική, έκαναν στάση στην Κωνσταντινούπολη, πέρασαν στη Μικρά  Ασία όπου κατατρόπωσαν τους Τούρκους  κι από εκεί κατευθύνθηκαν προς  την Παλαιστίνη, στους Αγίους Τόπους‧ στα μέρη όπου έζησε ο Χριστός με σκοπό να τους απελευθερώσουν από  τους Μουσουλμάνους.

Η διετής αυτή πορεία ήταν δύσκολη. Όλα είχαν  ξεκινήσει με το κήρυγμα του πάπα Ορβανού Β΄ (1088-1099) τον Νοέμβριο του 1095 κατά την περίφημη  σύνοδο στο Κλερμόν. Αυτός ήταν ο εμπνευστής της Α΄ Σταυροφορίας(1096 -1099)‧ οι καρδιές των Σταυροφόρων πυρώθηκαν με το σύνθημα «Deus Vult» (Ο Θεός θέλει/Είναι θέλημα Θεού)

Tο κήρυγμα του πάπα Ορβανού Β΄ (1088-1099) τον Νοέμβριο του 1095 κατά την περίφημη  σύνοδο στο Κλερμόν.

Φεουδάρχες και ηγεμόνες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης (αλλά και από τη Ν.Ιταλία) είχαν αποφασίσει να ενδυθούν τον Σταυρό και να πορευτούν στους Αγίους Τόπους με σκοπό να τους «ελευθερώσουν» από τους  Μουσουλμάνους. Η πορεία αυτή από την Ευρώπη  μέσα από τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν ήταν απρόσκοπτη. Οι ίδιοι έκαναν συχνά λεηλασίες, ενώ η υποδοχή από τη βυζαντινή εξουσία και τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081 – 1118) επιδέχεται πολλαπλών και αμφίσημων ερμηνειών. Στη Μικρά Ασία πολέμησαν και νίκησαν τους Τούρκους. Κατέλαβαν τη Νίκαια (Ιούνιος 1097) και την παρέδωσαν στο αυτοκράτορα Αλέξιο. Όταν άφησαν πίσω τους τη Μικρά Ασία  κυρίευσαν την Αντιόχεια το 1098 μετά από μακρόχρονη πολιορκία. Την πόλη Μααράτ την ισοπέδωσαν κυριολεκτικά. Παράλληλα, σχεδόν σε κάθε κίνησή τους έρχονταν αντιμέτωποι  με τη βυζαντινή διπλωματία.

Μετά από πολλές περιπέτειες και κακουχίες καθώς και με αρκετές απώλειες είχαν πλέον φτάσει έξω από τα τείχη της ιερής πόλης, αντίκρισαν την πόλη όπου σταυρώθηκε και αναστήθηκε ο Χριστός. Η Ιερουσαλήμ ήταν από τα μέσα του 7ου αιώνα  στα χέρια των μουσουλμάνων. Τώρα είχε φτάσει η ώρα να περάσει η ιερή πόλη στα χέρια των Χριστιανών.

Οι Σταυροφόροι έφτασαν έξω από τα τείχη της πόλης στις 7 Ιουνίου 1099 και την ίδια μέρα άρχισαν την πολιορκία.

 

Η πόλη βρισκόταν υπό  την εξουσία της δυναστείας των Φατιμίδων της Αιγύπτου. Κυβερνήτης της πόλης και επικεφαλής της φρουράς ήταν ο Ιφτικάρι αντ-Νταουλά και η φρουρά αποτελείτο από  Άραβες και Σουδανούς στρατιώτες.  Όταν ο Ιφτικάρ πληροφορήθηκε ότι οι Σταυροφόροι κινούνται εναντίον της Ιερουσαλήμ, άρχισε να οργανώνει την  άμυνα της πόλης για πολιορκία: έφραξε και δηλητηρίασε τα πηγάδια που ήταν έξω από τα τείχη της πόλης στην ύπαιθρο και συγκέντρωσε σε ασφαλές μέρος κοπάδια, ώστε να διασφαλιστεί ο επισιτισμός. Επίσης,  έδωσε εντολή στους Χριστιανούς κατοίκους της πόλης να την εγκαταλείψουν. Με την κίνηση του αυτή αποσκοπούσε αφενός να περιοριστεί ο κίνδυνος της προδοσίας και αφετέρου τα αποθέματα τροφίμων να αναλογούν σε λιγότερους κατοίκους (άρα, η πόλη θα μπορούσε να αντέξει σε μια μακρόχρονη πολιορκία). Παράλληλα, ζήτησε ενισχύσεις από την Αίγυπτο.

Οι δυνάμεις των Σταυροφόρων δεν επαρκούσαν για να αποκλείσουν την πόλη από όλες τις πλευρές – βέβαια κάτι τέτοιο δεν το επέτρεπε και η διαμόρφωση του εδάφους.  Έτσι, οι σταυροφορικές δυνάμεις έλαβαν τις εξής θέσεις: Ο Ροβέρτος της Νορμανδίας τοποθέτησε τις δυνάμεις του κατά μήκος του βορείου τείχους απέναντι από την Πύλη του Ηρώδη (Πύλη των Ανθέων), ο Ροβέρτος της Φλάνδρας εγκαταστάθηκε στα δεξιά του απέναντι από την Πύλη της Δαμασκού (Πύλη της Στήλης), ο Γοδεφρείδος της Λωραίνης κατέλαβε το βορειοδυτικό τομέα ως της Πύλη της Γιάφας. Ο Ταγκρέδος, που έφτασε αφού είχαν λάβει οι Σταυροφόροι τις θέσεις μάχης φέρνοντας μαζί του εφόδια, τοποθέτησε τις δυνάμεις του δίπλα στο Γοδεφρείδο. Ο Ρεϋμόνδος της Τουλούζης αρχικά αντιπαρέταξε το στράτευμά  του στα νότια της πόλης και μετά από μερικές μέρες μετακινήθηκε στο όρος της Σιών. Έτσι, ο ανατολικός και νοτιοανατολικός τομέας της πόλης ήταν στην πράξη αφύλακτοι.

Από την πρώτη μέρα της πολιορκίας φάνηκε ότι ο Ιφτικάρ είχε προετοιμαστεί για την πολιορκία. Τα βλήματα που εκτόξευαν οι καταπέλτες των Σταυροφόρων συναντούσαν στα τείχη σακιά με βαμβάκι και χόρτο κάτι που μείωνε αποτελεσματικά την καταστροφικότητα των βολών. Οι επιθέσεις των Σταυροφόρων αποκρούονταν – αλλά η φρουρά  του Ιφτικάρ δεν ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να καλύπτει όλο το μήκος των τειχών της πόλης.

 

Η Δίψα των πρώτων Σταυροφόρων ( Στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης της Μπολόνια) (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)

 Οι Σταυροφόροι σύντομα ήρθαν αντιμέτωποι με την έλλειψη νερού –έπρεπε να ταξιδεύουν μερικά χιλιόμετρα για να φέρνουν πόσιμο νερό.  Παράλληλα, ο Ιφτικάρ έστελνε αποσπάσματα που έστηναν ενέδρες, για να δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο ο ανεφοδιασμός.

Ο χρόνος κυλούσε σε βάρος των Σταυροφόρων: έλλειψη νερού, υψηλές θερμοκρασίες, απουσία σκιερών μερών, έλλειψη τροφίμων. Γρήγορα έγινε κατανοητό ότι αυτοί που δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν σε μια μακρόχρονη πολιορκία ήταν οι πολιορκητές κι όχι οι πολιορκούμενοι και ότι η πόλη μπορούσε να εκπορθηθεί μόνο με έφοδο.

Ανώνυμος χρονικογράφος της εποχής αφηγείται αυτές τις δυσκολίες: «Σ’ αυτήν την πολιορκία υποφέραμε τόσο από την πίεση της δίψας, που ράψαμε δέρματα βοδιών και βουβαλιών, με τα οποία μεταφέραμε νερό από απόσταση τεσσάρων μιλίων‧ από εκείνα τα δοχεία πίναμε βρώμικο νερό και από το μολυσμένο νερό και το κριθαρένιο ψωμί βρισκόμαστε καθημερινά σε πολύ μεγάλη ενόχληση και βάσανο. Οι Σαρακηνοί άλλωστε κρυβόντουσαν όπου υπήρχαν πηγές και νερά και έστηναν παγίδες στους δικούς μας και παντού τους σκότωναν και τους έκαναν κομμάτια.»

Στις 12 Ιουνίου οι Σταυροφόροι πραγματοποίησαν ένα προσκύνημα στο Όρος των Ελαιών. Εκεί κάποιος γέροντας ερημίτης τους συμβούλεψε να επιτεθούν την επόμενη μέρα. Οι Σταυροφόροι άκουσαν τη συμβουλή του και την επομένη έκαναν έφοδο.  Όμως, οι πολιορκούμενοι κατόρθωσαν να αποκρούσουν την επίθεση παρά την αρχική προώθηση των πολιορκητών στις εξωτερικές αμυντικές θέσεις του βορείου τείχους. Η απογοήτευση κυρίευσε το στράτευμα. Στις 15 Ιουνίου έγινε συμβούλιο και οι πολιορκητές αποφάσισαν να μην κάνουν άλλες επιθέσεις, αν δεν υπάρξει ανεφοδιασμός και ενίσχυση κυρίως σε πολιορκητικές μηχανές και σκάλες. Δυο μέρες αργότερα έξι χριστιανικά πλοία με τρόφιμα και εφόδια για κατασκευή πολιορκητικών μηχανών ελλιμενίστηκαν στη Γιάφα. Τελικά μετά από μερικές μέρες ο ανεφοδιασμός των Σταυροφόρων πραγματοποιήθηκε. Παράλληλα, αποσπάσματα ταξίδεψαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά για να γίνει κι ο ανεφοδιασμός με την απαραίτητη ξυλεία. Μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες (ζέστη, λειψυδρία, πείνα) οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν και έκαναν όχι μόνο σκάλες πολιορκίας αλλά και δύο πολιορκητικούς πύργους.

Συγχρόνως όμως υπήρχαν και εσωτερικές έριδες στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων: εκφράστηκαν σοβαρές αντιδράσεις σχετικά με την κατοχή της Βηθλεέμ από τον Ταγκρέδο –ήταν αυτός που την είχε καταλάβει και είχε τοποθετήσει το λάβαρό του στο Ναό της Γεννήσεως. Διχογνωμίες έντονες υπήρχαν και για το μελλοντικό καθεστώς της πόλης της Ιερουσαλήμ –μετά την κατάληψή της. Μέσα σ’αυτό το κλίμα ένα τμήμα των Σταυροφόρων εγκατέλειψε την πολιορκία. Το ηθικό των πολιορκητών είχε καταβαραθρωθεί.
Ήταν αρχές  Ιουλίου, η πολιορκία κρατούσε ένα μήνα και σ’ αυτό το διάστημα καμιά ουσιαστική επιτυχία δεν είχε σημειωθεί. Η κατάσταση επιδεινωνόταν όλο και περισσότερο.

Τότε εμφανίστηκε ο ιερέας Πέτρος Ντεζιντέριους  για να ανατρέψει τα δεδομένα –κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο.  Ο ιερέας αυτός υποστήριξε ότι είχε δει σε όραμα τον νεκρό επίσκοπο Αντεμάρ. Στο όραμα ο Αντεμάρ υπέδειχνε στους Σταυροφόρους τι έπρεπε να κάνουν για να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ : έπρεπε να νηστέψουν και να κάνουν ξυπόλυτοι λιτανεία γύρω από τα τείχη της πόλης.

 Ο ιερέας Πέτρος Ντεζιντέριους μαζί με τους Σταυροφόρους κάνουν ξυπόλυτοι λιτανεία γύρω από τα τείχη της πόλης. (Συλλογή του Μουσείου Ιστορίας της Γαλλίας)  (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)

Οι ηγέτες των Σταυροφόρων είτε πίστεψαν είτε όχι στο όραμα, συνειδητοποίησαν ότι το όραμα αυτό ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να αναπτερωθεί το ηθικό του στρατεύματος. Στις 8 Ιουλίου μια επιβλητική λιτανεία από τους ξυπόλυτους Σταυροφόρους έλαβε χώρα γύρω από τα τείχη της Ιερής Πόλης. Προφανώς, η εικόνα αυτή προκάλεσε τα γέλια και τη χλεύη των πολιορκούμενων. Έπειτα, οι Σταυροφόροι κατευθύνθηκαν στο Όρος των Ελαιών όπου τους έγινε κήρυγμα. Έτσι, ο ενθουσιασμός επανήλθε στο στράτευμα και όλοι φλέγονταν από την επιθυμία της κατάληψης της Ιερής Πόλης.

Στις 10 Ιουλίου η κατασκευή των πολιορκητικών πύργων είχε ολοκληρωθεί και τους οδήγησαν στις θέσεις μάχης: ο ένας στο βόρειο τείχος και ο άλλος στο όρος Σιών. Η πολιορκία έμπαινε πλέον στην τελική της φάση. Οι Σταυροφόροι παρέταξαν ένα στράτευμα που αποτελούνταν από 12.000 πεζούς και 1.200-1.300 ιππότες. Αρχικά κατόρθωσαν να φέρουν τους πύργους κοντά στα τείχη παρά τον καταιγισμό από πέτρες και υγρό πυρ που εξαπέλυαν οι δυνάμεις του Ιφτικάρ. Στις 14 Ιουλίου ο πύργος του Ρεϋμόνδου είχε προσεγγίσει τα τείχη, αλλά η αντίσταση ήταν ισχυρότατη. Την επομένη ο πύργος του Γοδεφρείδου είχε προσεγγίσει το βόρειο τείχος και κατόρθωσαν να ρίξουν μια γέφυρα πάνω στο τείχος. Εκεί σημειώθηκε η πρώτη ουσιαστική επιτυχία των πολιορκητών που έμελλε να είναι μοιραία για τους πολιορκούμενους: η επίθεση με επικεφαλής τον Γοδεφρείδο έφερε αποτέλεσμα και ένα τμήμα του τείχους καταλήφθηκε. Αμέσως τοποθετήθηκαν σκάλες και οι εισβολείς σχεδόν αυτοστιγμεί πλήθυναν στα τείχη. Από εκεί άρχισαν να προχωρούν σταδιακά προς το εσωτερικό της πόλης. Πρακτικά είχε αρχίσει το τέλος της πολιορκίας. Ήταν πλέον ζήτημα ωρών η πόλη ολόκληρη να πέσει στα χέρια των Σταυροφόρων.

Οι μουσουλμάνοι υπερασπιστές της πόλης βλέποντας την άμυνα να καταρρέει υποχώρησαν και κατευθύνθηκαν προς το Θόλο του Βράχου και το τέμενος Αλ –Ακσα. Εκεί τους επιτέθηκε ο Ταγκρέδος που είχε ήδη εισχωρήσει στην πόλη. Οι κάτοικοι της πόλης κατευθύνθηκαν προς το νότιο τμήμα εκεί που ο Ιφτικάρ ακόμη αντιστεκόταν στις επιθέσεις του Ρεϋμόνδου. Τελικά προς το απόγευμα συνειδητοποίησε ότι η μάχη είχε χαθεί και ότι η πόλη είχε αλωθεί. Έτσι, υποχώρησε προς τον πύργο του Δαβίδ και εκεί έκανε μια συμφωνία με τον Ρεϋμόνδο: να του παραχωρήσει τον πύργο με τους θησαυρούς με αντάλλαγμα τη ζωή τη δική του και της συνοδείας του. Οι όροι της συμφωνίας έγιναν αποδεκτοί από τον Ρεϋμόνδο κι έτσι ο Ιφτικάρ κατόρθωσε και διέφυγε. Η Ιερή Πόλη πια είχε κυριευτεί από τους Σταυροφόρους. 

Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ

 

Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού που ακολούθησε ήταν ανείπωτη. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι  σφαγιάστηκαν από τις σπάθες των Σταυροφόρων. Οι Εβραίοι κλείστηκαν στη συναγωγή για να σωθούν‧ μάταια όμως, καθώς οι Σταυροφόροι κατέκαψαν όχι μόνο το κτήριο της συναγωγής αλλά και όλους όσοι βρίσκονταν μέσα. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που ο περιγράφει τη σκηνή ο Άραβας ιστορικός Ιμπν αλ-Καλανίσι:«πολλοί σκοτώθηκαν. Οι Εβραίοι συγκεντρώθηκαν στη συναγωγή τους και οι Φράγκοι τους έκαψαν ζωντανούς. Γκρέμισαν όλα τα ιερά μνημεία και τον τάφο του Αβραάμ…»  Πρακτικά όλοι οι μη Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης σφαγιάστηκαν.

 

 

Οι πηγές περιγράφουν με τα πιο μελανά χρώματα τα φρικώδη εγκλήματα των Σταυροφόρων κατά του άμαχου πληθυσμού. Ανώνυμο χρονικό της εποχής που γράφτηκε μάλλον από Σταυροφόρο παραδίδει:«Και μετά ήρθαν οι δικοί μας, χαρούμενοι και κλαίγοντας από τη μεγάλη χαρά, στον τάφο του Σωτήρα μας, για να τελέσουν λειτουργία και να δώσουν το τάμα που χρωστούσαν. Το άλλο πρωί ανέβηκαν οι δικοί μας με προσοχή στη σκεπή του ναού και βρήκαν τους Σαρακηνούς, άντρες και γυναίκες, και τους αποκεφάλισαν με γυμνά σπαθιά‧ και άλλοι πήδαγαν από τη στέγη του ναού κάτω.» και συνεχίζει: «Διέταξαν επίσης  να πετάξουν όλους τους νεκρούς Σαρακηνούς έξω, για να αποφύγουν την τεράστια δυσωδία, γιατί η πόλη ήταν σχεδόν γεμάτη από τα πτώματά τους‧ και οι ζωντανοί Σαρακηνοί τράβαγαν τους νεκρούς έξω από τις πύλες και έφτιαχναν από αυτούς σωρούς ψηλούς όσο και τα σπίτια. Τέτοια σφαγή ειδωλολατρών κανείς ποτέ δεν άκουσε ούτε είδε, αφού και οι φωτιές ήταν σαν τα ορόσημα στο δρόμο και τον αριθμό τους τον ξέρει μονάχα ο Θεός.»

 

Ένας άλλος χρονικογράφος της εποχής, ο Φούλχερ της Σαρτρ καταγράφει κι αυτός την ανελέητη σφαγή: «Οι Φράγκοι μπήκαν πανηγυρικά στην πόλη το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής […] Και υπό τον ήχο των σαλπίγγων και μες στη γενική αναταραχή, εφόρμησαν με τόλμη αλαλάζοντας «Ο Κύριος μεθ΄ ἡμών!». Κι ευθύς ύψωσαν ένα λάβαρο στον κορυφή του τείχους. Οι ειδωλολάτρες πανικοβλήθηκαν, και όλο το θάρρος που είχαν ως τότε επιδείξει μετατράπηκε σε άτακτη φυγή στα δρομάκια της πόλης  […]Πολλοί Σαρακηνοί που είχαν σκαρφαλώσει στη στέγη του ναού του Σολομώντα πληγώνονταν θανάσιμα από βέλη καθώς προσπαθούσαν να διαφύγουν, κι έπεφταν από τη στέγη με το κεφάλι. Γύρω στις δέκα χιλιάδες καρατομήθηκαν στο ναό. Αν είσαστε εκεί, το αίμα της σφαγής θα σας έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Τι να πω; Κανείς τους δεν απέμεινε ζωντανός […] δεν χαρίστκαν ούτε στις γυναίκες ούτε στα παιδιά […] Οι ιπποκόμοι μας και οι πεζικάριοι, όταν ανακάλυψαν τα τεχνάσματα των Σαρακηνών, ξεκοίλιαζαν εκείνους που μόλις είχαν μακελέψει για να βγάλουν από τα έντερά τους τα βυζαντινά (=χρυσά νομίσματα) που είχαν καταπιεί οι σιχαμεροί λαιμοί τους ενόσω ήταν ζωντανοί! Για τον ίδιο λόγο, μερικές ημέρες αργότερα οι άνδρες μας έστησαν έναν πελώριο σωρό από πτώματα και τα κατέκαψαν, ώστε να βρουν πιο εύκολα το προαναφερθέν χρυσάφι.»

Μετά τη σφαγή οι νικητές Σταυροφόροι με επίσημη πομπή κατευθύνθηκαν στον Πανάγιο Τάφο για να ευχαριστήσουν τον Κύριο για τη νίκη που πέτυχαν. Μετά την προσευχή θα άρχιζαν οι διαβουλεύσεις για το πολιτικό καθεστώς και το νέο ηγεμόνα της Ιερής Πόλης. Η ίδρυση των σταυροφορικών κρατών στην περιοχή και η κατάληψη πρωτίστως της Ιερουσαλήμ επισφράγισαν την επιτυχία της Α΄ Σταυροφορίας. Η πόλη θα παραμείνει στα χέρια των Σταυροφόρων μέχρι τον Οκτώβριο του 1187, οπότε και ο σουλτάνος Σαλλαντίν θα την ανακαταλάβει, αφού πρώτα συντρίψει τους σταυροφόρους στη μάχη του Χαττίν.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
G. Hindley, Οι Σταυροφορίες, Μια ιστορία για τους Ιερούς Πολέμους των Σταυροφόρων
Τζόναθαν Χάρρις, Το Βυζάντιο και οι Σταυροφορίες
S. Runciman, Η Ιστορία των Σταυροφοριών, τ. Α΄, Η Πρώτη Σταυροφορία και η ίδρυση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.
Hitti, History of the Arabs
Α.Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τ.2
Amin Maalouf, Οι Σταυροφορίες από τη σκοπιά των Αράβων
Ζ. Τσιρπανλής, Η Μεσαιωνική  Δύση
D. Nicholas, Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου
Ι. Καραγιαννόπουλος,  Η Μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη
Gabrieli, Arab Historians of the Crusades
R.H.C. Davis, Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, από τον Μέγα Κωνσταντίνο στον Άγιο Λουδοβίκο
Ρ. Γκρουσέ, Ιστορία των Σταυροφοριών
Setton (ed), A History of the Crusades, v.I
Madden (ed), Crusades the illustrated history
M. Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 ως το 1204
Gesta Francorum et Aliorum Hierosolimitanorum, Ιστορία των Φράγκων και άλλων προσκυνητών της Ιερουσαλήμ/Το Χρονικό της Πρώτης Σταυροφορίας, μετάφραση-εισαγωγή-σχόλια :Κώστας Αντύπας, επιμέλεια-σχόλια:Γ. Σαραφιανός, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1986

Κωνσταντίνος Μπατσιόλας
Υπ. Δρ Εκκλησιαστικής Ιστορίας ΑΠΘ

 

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.