Φάκελος στεγαστική κρίηση: Αναζητώντας δικαιοσύνη - Πώς θα αναχαιτιστεί η κρίση

Στρεβλώσεις και αντιφάσεις. Οι προτάσεις των ειδικών για μια ουσιαστική στεγαστική πολιτική.
«Πετραδάκι πετραδάκι για εσένα το χτισα / της αγάπης το τσαρδάκι κι όμως δεν σε απόχτησα». Ο στίχος του Μιχάλη Μενιδιάτη, παρόλο που είναι γραμμένος για να δώσει λέξεις στην καψούρα, «μιλάει» ταυτόχρονα για την μεταπολεμική περιπέτεια απόκτησης στέγης στην Ελλάδα. Αμέτρητοι άνθρωποι, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες μας, έχτισαν κυριολεκτικά πετραδάκι πετραδάκι τα σπιτικά τους. Τι ακριβώς έχει συμβεί στη χώρα μας και τα απείρως πιο μορφωμένα και προσοντούχα εγγόνια τους δεν μπορούν να αφήσουν το παιδικό τους δωμάτιο ή, ακόμα κι αν το καταφέρουν, ζουν με τον εφιάλτη του ενοικίου, που αυξάνεται συνεχώς κι ιλιγγιωδώς;
Ο Λεωνίδας Οικονόμου είναι κοινωνικός ανθρωπολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ανάμεσα στα πολλά κι ενδιαφέροντα που διδάσκει στους φοιτητές του είναι η Αστική Ανθρωπολογία και η Πολιτισμική Γεωγραφία. Συζητάμε μαζί του πως το ελληνικό όνειρο για «ένα δικό σου κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου» εξελίχθηκε στο σημερινό άγριο σαφάρι της κατοικίας, όπου οι ενοικιαστές παίζουν το ρόλο του θηράματος.
Όπως εξηγεί ο κ.Οικονόμου, το μεταπολεμικό μοντέλο αστικής ανάπτυξης βασίστηκε στο μικρό κεφάλαιο και την μικρή αποταμίευση, έχοντας ως κύριο μηχανισμό παραγωγής κατοικιών τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς και την αντιπαροχή, ενώ το κόστος γης παρέμενε σταθερά χαμηλό μέχρι το 1974. «Αυτό σημαίνει πως ο φτωχός μπορούσε να αποκτήσει οικόπεδο και σιγά σιγά να χτίσει ένα σπίτι. Ωστόσο, σταδιακά αυτό άλλαξε όταν στην αγορά κατοικίας μπαίνει το τραπεζικό χρήμα», αναφέρει ο κ.Οικονόμου υπογραμμίζοντας πως μπορεί μεταπολεμικά να καταστράφηκε η νεοκλασσική Αθήνα, αλλά «τώρα καταστρέφεται ολόκληρη η χωρά προς όφελος και μόνο του μεγάλου κεφαλαίου, αφού, όπως βάσιμα υποθέτω, τα μεγάλα funds έχουν αμέτρητες κατοικίες στην κατοχή τους. Το μοντέλο της ανάπτυξης σε βάρος του περιβάλλοντος, της πολιτισμικής κληρονομιάς και της μακροπρόθεσμης οικονομικής και κοινωνικής βιωσιμότητας έχει επαναεγκατασταθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα και πιο εντατική μορφή με αντεστραμένο ταξικό πρόσημο. Οι νεοφιλελεύθερες διαδικασίες του εξευγενισμού και της τουριστικοποίησης έχουν καταστήσει τη στέγη απρόσιτη ή δυσπρόσιτη και τείνουν να αλλοιώσουν, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, τον παραδοσιακό μικροαστισμό της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες στις ζωές των ατόμων και υπονομεύει ή καταστρέφει την τοπική ζωή και τις τοπικές κοινότητες».
Η στεγαστική επισφάλεια είναι η νέα «κανονικότητα»
Έχει γίνει λοιπόν η στεγαστική επισφάλεια μέρος της νέας κανονικότητας, ρωτάμε τον Νίκο Κουραχάνη, Επίκουρο Καθηγητή στο γνωστικό αντικείμενο Κοινωνική Πολιτική και Στέγαση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. «Από το 2010 και μετά, η Ελλάδα βιώνει μια περίοδο αλυσιδωτών κρίσεων που, μέσω των πολιτικών διαχείρισής τους, οδήγησαν σε όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και σε συστηματική απορρύθμιση της κοινωνικής πολιτικής», αναφέρει ο Κουραχάνης εξηγώντας πως στον τομέα της στέγασης «οι κρίσεις αξιοποιήθηκαν για την προώθηση μιας ανεστραμμένης αναδιανομής στεγαστικών πόρων από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα προς οικονομικά ισχυρότερους δρώντες, όπως τα Funds και οι μεγαλοϊδιοκτήτες».
Η στεγαστική επισφάλεια «κατασκευάζεται» μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές κι έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως αναλύει:
- άνοδος των ενοικίων λόγω βραχυχρόνιων μισθώσεων.
- κατάργηση των προστατευτικών θεσμών της κύριας κατοικίας.
- ενεργειακή κρίση και ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας.
Παράλληλα, όπως τονίζει ο Κουραχάνης, «η επιλογή του κράτους να διαχειρίζεται την αστεγία και το προσφυγικό μέσω υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, αντί για λύσεις στεγαστικής αξιοπρέπειας, ενδυνάμωσε τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση των στεγαστικών πολιτικών και αναπαρήγαγε συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης για όσους δεν μπορούν να στεγαστούν με τα δικά τους μέσα».
Η κατοικία είναι δικαίωμα, όχι εμπόρευμα ή επένδυση
«Η απάντηση στην συνεχιζόμενη όξυνση των στεγαστικών προβλημάτων δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή και επικοινωνιακή», αναφέρει η Δρ.Δήμητρα Σιατίτσα. «Είναι κοινή διαπίστωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι χρειάζεται μια δομική αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η κατοικία, όχι πλέον ως εμπόρευμα και επενδυτική ευκαιρία, αλλά ως βασικό ανθρώπινο και κοινωνικό δικαίωμα και ως κρίσιμη υποδομή σε όλο και πιο ευάλωτα ανθρωπογενή περιβάλλοντα.
«Θα πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα του δημοσίου και τρίτου τομέα -σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο- να παρεμβαίνει άμεσα και ρυθμιστικά, θέτοντας όρους και περιορισμούς στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση της κατοικίας. Χρειάζονται δομές και χρηματοδοτικοί μηχανισμοί που θα προτεραιοποιήσουν την παραγωγή και διάθεση κατοικίας σε τιμές που θα αντιστοιχούν στα εισοδήματα και τις δυνατότητες των νοικοκυριών, αφήνοντας επαρκές εισόδημα για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα σε ένα πλαίσιο αρρύθμιστων αγορών, και εντατικότερης εκμετάλλευσης και χρηματιστικοποίησης της κατοικίας».
Από την Ολλανδία μέχρι την Αυστρία μας ταξιδεύει ο αστικός γεωγράφος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, Νίκος Βράντσης, αναλύοντας τους δυο άξονες μιας πραγματικής πολιτικής στέγασης. «Αφενός απαιτείται έλεγχος ενοικίων με σαφή κριτήρια, όπως εφαρμόζεται στην Ολλανδία, λαμβάνοντας υπόψη την τοποθεσία, παλαιότητα και ενεργειακή απόδοση του ακινήτου. Αφετέρου απαιτείται δημιουργία κοινωνικής κατοικίας, όπως στη Βιέννη, όπου ένα ισχυρό δημοτικό απόθεμα που προσφέρεται σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς, ελέγχει τις τιμές και περιορίζει την ασυδοσία των κερδοσκόπων».
Εσείς τι θα κάνατε με 230 ευρώ;
Τι θα μπορούσε να κάνει ακριβώς με τον ίδιο προϋπολογισμό των 230 εκατ. ευρώ, η κυβέρνηση; Ο Θεμιστοκλής Μπάκας, Πρόεδρος Πανελλαδικού Δικτύου E-Real Estates, μοιράζεται τις σκέψεις του.
«Τα μέτρα στεγαστικής πολιτικής δεν πρέπει να εξαντλούνται σε παροχές χωρίς στόχευση. Οφείλουν να έχουν κοινωνικό αποτύπωμα και να ενισχύουν τις υποδομές για την αναχαίτιση του κόστους στέγασης – μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα χτίζει τη βάση για ένα δικαιότερο στεγαστικό μοντέλο», αναφέρει.
Εν προκειμένω, όπως εξηγεί ο Μπάκας, η Πολιτεία θα μπορούσε:
- Να κατασκευάσει 2.045 κατοικίες των 75 τ.μ. σε δημόσια οικόπεδα ανά έτος, που θα διατίθενται σε προσιτά ενοίκια και να μην απαιτούνται ιδιώτες επενδυτές για κοινωνική αντιπαροχή.
- Εναλλακτικά, να κατασκευάζει 4.380 φοιτητικές κατοικίες των 35 τ.μ. ετησίως, αντιμετωπίζοντας άμεσα το πρόβλημα στέγασης των νέων.
- Να παρέχει φορολογικά κίνητρα σε ιδιοκτήτες ώστε να μειώσουν τα ενοίκια στα ενεργά μισθωτήρια ή να διατηρήσουν στα ίδια επίπεδα το μίσθωμα κατά την ανανέωση με τον ίδιο ενοικιαστή.
- Να επιδοτήσει την ανακαίνιση κλειστών και παλαιών κατοικιών, ιδιαίτερα σε περιοχές με αυξημένη ζήτηση και περιορισμένη προσφορά, όπου οι ιδιοκτήτες δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια δανεισμού για να ενταχθούν σε προγράμματα όπως το «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» ή το «Αναβαθμίζω». Η επιδότηση να συνοδεύεται από την προϋπόθεση ότι τα ακίνητα αυτά θα διατεθούν προς ενοικίαση με κοινωνικά προσιτό αντίτιμο, ενισχύοντας έτσι το απόθεμα διαθέσιμων κατοικιών σε προσιτές τιμές.
Για μια ουσιαστική στεγαστική πολιτική
«Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, η στεγαστική πολιτική οφείλει να ενστερνιστεί θεμελιώδεις ακαδημαϊκές αρχές και αξίες της Κοινωνικής Πολιτικής», μας λέει ο Κουραχάνης. «Κάθε στρατηγική στεγαστική παρέμβαση πρέπει να στοχεύει αφενός στην εξάλειψη της διαβίωσης στον δρόμο και αφετέρου στη διασφάλιση πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή κατοικία για το κοινωνικό σύνολο».
Οι τρεις βασικοί πυλώνες, όπως τους αναλύει ο Κουραχάνης, είναι:
-Συλλογή Δεδομένων: Ανάπτυξη ερευνητικών υποδομών για τη συστηματική καταγραφή και κατανόηση των αιτίων και της διακύμανσης των στεγαστικών προβλημάτων.
-Έλεγχος της εμπορικής χρήσης της κατοικίας: Κατάργηση ή αυστηρή ρύθμιση θεσμικών πλαισίων που εντείνουν την κρίση (π.χ. Airbnb, «Ηρακλής», Funds, Πτωχευτικός Νόμος, ιδιωτικοποίηση ΔΕΗ).
-Τόνωση της προσφοράς στέγης: Δημιουργία τράπεζας κοινωνικής κατοικίας για την αξιοποίηση ανενεργού οικιστικού αποθέματος – δημόσιου και ιδιωτικού – και την παραγωγή νέου, καθώς και η ενίσχυση συνεταιριστικών μοντέλων κατοικίας.
Ένα μαζικό, αυτόνομο, διεκδικητικό κίνημα
«Δεν λείπουν τα μοντέλα. Λείπει η βούληση. Κι αυτή γεννιέται μόνο μέσα από την πίεση ενός μαζικού, αυτόνομου και διεκδικητικού κινήματος ενοικιαστριών, όπως αυτό που ξεκινά τώρα στη Θεσσαλονίκη, εμπνευσμένο, μεταξύ άλλων, από τις εμπειρίες της Βαρκελώνης», μας λέει ο Νίκος Βράντσης. Όπως εξηγεί, το σωματείο ενοικιαστ(ρι)ών εκεί παρεμβαίνει καθημερινά απέναντι στις συστηματικές αυθαιρεσίες εκμισθωτών και μεσιτών και, στο θεσμικό πεδίο, διεκδικεί θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την ισχύ που του προσφέρει η συλλογική του βάση.
«Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα, κρίσιμο: αυτό που οι Ισπανοί έμαθαν στην πράξη και που επιχειρείται να εφαρμοστεί και στη Θεσσαλονίκη», αναφέρει ο Βράντσης. «Ένα σωματείο ενοικιαστ(ρι)ών δεν ταυτίζεται με κομματικούς ή κρατικούς φορείς ή συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα. Είναι ανοιχτό σε όλους και όλες (εν δυνάμει) ενοικιαστ(ρι)ες και όσους πλήττονται από την κρίση της στέγασης, χωρίς αποκλεισμούς. Μόνο έτσι μπορεί να μαζικοποιηθεί, να γίνει ισχυρό, και να πιέσει αποτελεσματικά θεσμούς και κρατικούς φορείς για μέτρα όπως πλαφόν στα ενοίκια, έλεγχο της βραχυχρόνιας μίσθωσης και κοινωνικοποίηση του κτιριακού αποθέματος.
«Και είναι σαφές πως χωρίς πραγματικό κίνημα, ακόμα και οι πολιτικές δυνάμεις που προτείνουν μέτρα που φαίνονται φιλικά για τους ενοικιαστές, καταλήγουν να υπηρετούν, συνειδητά ή μη, τα συμφέροντα των εκμισθωτών, ακριβώς όπως και στο παρελθόν. Η ισορροπία θα αλλάξει μόνο όταν σπάσει ο μονόλογος της μειοψηφίας που επωφελείται από την αύξηση των τιμών γης και ακινήτων. Και προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται, αυτόνομα, η Ένωση Ενοικιαστ(ρι)ών Θεσσαλονίκης».