Στην πόρτα μας κοιμάται ένας Θεός
Αύγουστος. Μας αποχαιρετά ο ολοστρόγγυλος μήνας του φωτός, του υπνωτικού ήχου των τζιτζικιών, του καυτού απομεσήμερου στη παραλία με το λευκό βότσαλο, της αποκάρωσης των καρπουζιών και των ερώτων. Κάτω από το λεπτό λούστρο του ιδρώτα, η μυρωδιά της σιτρονέλας έσμιγε με αυτήν της ινδικής καρύδας στα πασαλειμμένα με αντιηλιακά, κορμιά. Τα γεμιστά της γιαγιάς, μοσχοβολούσαν από το ανοιχτό παράθυρο στα στενοσόκακα των χωριών μας, που «θυμηθήκαμε» στις φετινές διακοπές, λόγω covid-19 και έλλειψης ρευστότητας...
Μια βουτιά στον πορτοκαλί κύκλο που διαγράφεται πάνω στη γαλαζοπράσινη θαλασσινή αγκαλιά. Το ραδιόφωνο να παίζει, εδώ και δεκαετίες, «το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά»…
Ένα γύρω οι «τιούριστ» που μπορεί να παραγγέλνουν μια γκρηκ σάλαντ, οχτώ φέτες ψωμί και δεκαοκτώ μπύρες για μεσημεριανό, αλλά γνωρίζουν τον Κούρο, το σύμπλεγμα του Γενέλεω και τους γρύπες. Ξέρουν τον Πυθαγόρα, τον Ηρόδοτο και τον Αρίσταρχο. Το μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη κι όχι τον σύγχρονο «κακομοίρη» που πουλάει «πολιτισμό» με σακχαρόπηκτα λογίδρια και ηλιοβασιλέματα.
Στην πόρτα της πατρίδας μας, κοιμάται ένας θεός. Καθώς δρασκελούμε το κατώφλι, σκοντάφτουμε πάνω του, μα δεν τον αναγνωρίζουμε. Τον περνάμε για Αφγανό πρόσφυγα ή πένητα τουρίστα.
Τον πρώτο, τον προσπερνάμε, τον λοιδορούμε, τον εμπαίζουμε. Τον δεύτερο, τον ταΐζουμε χταποδάκι ζεσταμένο σε φούρνο μικροκυμάτων υπό τον ήχο των κυμάτων. Του φοράμε τη χλαμύδα της ακρίβειας και τον καλημερίζουμε με ”μάσκα” τη μίζερη επωδό της αναδουλειάς, των χρεών, των σεισμών λιμών και καταποντισμών, των μεταλλάξεων, των κρουσμάτων και των αρνητών.
Το καλύβι του παππούλη μας, μετατράπηκε την περίοδο που μεσουρανούσε ο «αναπτυξιακός νόμος» σε rooms to let. Το αμπελάκι, σε χώρο στάθμευσης για ακριβά τετράτροχα. Το πατρικό, έγινε ξενοδοχοπανδοχείο υποδομής δεκαετίας του ’80, με δίκλινα σε τιμές του ’90. Το παλιό καλύβι ή γκρεμίστηκε από το σεισμό ή πουλήθηκε κοψοχρονιά και μετατράπηκε σε ”βίλα” για τους όψιμους οικιστές εκ της αλλοδαπής...
Το κάποτε παραδοσιακό ταβερνάκι εκμοντερνίστηκε: Σερβίρει γάβρο μαρινάτο δίπλα σε σολωμό καπνιστό και κατεψυγμένη γαρίδα, ρεβυθοκεφτέδες αγκαλιά με προσούτο-πεπόνι. Κατάντικρυ στο κεντίδι της γιαγιάς, το ψυγείο της κόλα και μια γιγαντοοθόνη που «παίζει» όλη μέρα. Εκκωφαντική κονσερβαρισμένη μουσική που αντικαθιστά την κιθάρα, ηλιέλαιο αντί ελαιολάδου και προτηγανισμένες πατάτες. Το χαβά μας και… χαβάνα κλουμπ, σε νυχτομάγαζα που τα ”κλείνουν” οι μονίμως καταγγέλοντες, λες και θέλουν τον τόπο μόνο για υπερήλικες...
Ξαπλώστρες και ομπρέλες, διπλοσάγονα και μασέλες. Μέσα σε σαρανταπέντε -το πολύ- μέρες τουριστικής αιχμής, άντε να βγουν οι δυσβάσταχτες οικονομικές υποχρεώσεις μιας -εθνικής και καλοκλειδωμένης- νύχτας και νύστας!
Παρά θιν αλός περιοχές που ομοιάζουν με τις boom town του Φαρ-Ουέστ. Παραγκοπαραπήγματα και προχειροστημένες κατασκευές, χάριν ελεύσεως και εκμεταλλεύσεως τουριστών! Ό,τι φάνε, ό,τι πιούνε, ότι αρπάξουμε...
Φάτσες που θυμίζουν, από την κατήφεια, το σκύλο του Μίκυ Μάους με τα πεσμένα αυτιά. Επαγγελματισμός, είδος εν εκλείψει. Σαν το αληθινό χαμόγελο...
Ο ιδρώτας να δημιουργεί αραβουργήματα. Ο ήλιος να παίζει κρυφτό με τις ξύλινες γρίλιες. Η θάλασσα να σκοντάφτει στη στεριά κι η αρμύρα με το πεύκο…
Τόσο φως και τόσο σκοτάδι. Τόσο πράσινο και τόσο γαλάζιο. Τόση άπλα και τόση ξάπλα. Παραλίες που εκτείνονται στης ονειροφαντασιάς την άκρη, μικρά περιβόλια δέκα δρασκελιές χώμα και το αμπέλι να θροΐζει. Τα ολόδροσα, χρυσά μοσχάτα σταφύλια και τα βαριά κλαδιά της συκιάς. Καρπουζόφλουδες να προσποιούνται το σπασμένο καράβι με άρμπουρο το καλαμάκι του φραπέ. Του δώματος αγκαλιάσματα, μες το καταμεσήμερο.
Πανηγύρια που δεν έχουν πια χορό στα βήματα των παιδικών μας αναμνήσεων. Παλιοί φίλοι που χάσαμε ή ξεχάσαμε. Βαρκούλες δεμένες στην άγκυρα της προσμονής πως θα πάρουμε τη ζωή μας πίσω.
Ο ήχος του κύματος, η αχτίδα που τρεμοπαίζει στην ανοιχτή κουρτίνα και της εκκλησιάς το καμπαναριό να διαγράφει του ορίζοντα την άκρη. Το άνυσμα της ξεκούρασης ως τον καταποντισμό της επιστροφής στις πολύβουες, άξενες, αμόνοιαστες μεγαλουπόλεις.
Στην πόρτα μας κοιμάται ένας θεός. Ξένιος Δίας ή Κερδώος Ερμής είναι εκείνος που αποκοιμήθηκε στο κατώφλι της πατρίδας; Κανείς δεν ξέρει. Όμως, η πατρίδα είναι εκείνη που δε μοιάζει να ξυπνά…