Header Ads

Προδημοσίευση: «Η ιστορία του νερού» της Μάγια Λούντε (Κλειδάριθμος)

Νορβηγία, 2017. Η εβδομηντάχρονη ακτιβίστρια Σίνε ξεκινάει ένα επικίνδυνο ταξίδι: με ένα ιστιοφόρο και ένα πολύ ιδιαίτερο φορτίο προσπαθεί να φτάσει από τη δυτική Νορβηγία στις γαλλικές ακτές. Εκεί θα αντιμετωπίσει τον άντρα που ήταν κάποτε ο έρωτας της ζωής της.

Γαλλία, 2041. Η νότια Ευρώπη πλήττεται από ένα έντονο κύμα ξηρασίας που αναγκάζει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού να μεταναστεύσει προς αναζήτηση πόσιμου νερού. Ανάμεσά τους είναι ο Νταβίντ με τη μικρή του κόρη που ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς ελπίδα. Όλα αλλάζουν τη μέρα που οι δυο τους ανακαλύπτουν ένα ιστιοφόρο σκάφος σ’ έναν εγκαταλελειμμένο κήπο, μακριά από τη θάλασσα -το σκάφος της Σίνε.

Πόσο τρωτός μπορεί να γίνει ο άνθρωπος μπροστά στην έλλειψη νερού; 

«Η ιστορία του νερού» της Μάγια Λούντε (μετάφραση Δέσπω Παπαγρηγοράκη, εκδόσεις Κλειδάριθμος), το δεύτερο βιβλίο της Τετραλογίας του Περιβάλλοντος, μετά το πολυσυζητημένο μπεστ σέλερ «Η ιστορία των μελισσών», είναι (ακόμη) μια επική ιστορία για τις δυνάμεις της φύσης που δείχνει πώς οι επιλογές μας καθορίζουν τη ζωή μας. 

Το μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και το πρώτο βιβλίο, μπορεί να διαβαστεί ως μέρος της τετραλογίας, αλλά και ανεξάρτητα. Μεταφράζεται σε 19 χώρες, ήταν υποψήφιο για το βραβείο Νορβηγών Βιβλιοπωλών και βρέθηκε στη 2η θέση της λίστας best seller του Der Spiegel για 16 βδομάδες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

Μάγια Λούντε: Tα παιδιά μας θα ζήσουν σε έναν κόσμο χωρίς τις εναλλακτικές που ακόμη έχουμε εμείς

 

Εντάσσεται στο νέο λογοτεχνικό είδος cli-fi (climate fiction), που έχει στον πυρήνα του το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, καθώς η συγγραφέας προσπαθεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο και τις επιπτώσεις του στις ζωές των ανθρώπων.

Η HuffPost προδημοσιεύει απόσπασμα του βιβλίου, το οποίο θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία στις 10 Ιουνίου, λίγες ημέρες μετά από την Παγκόσμια ημέρα Περιβάλλοντος (5 Ιουνίου) και την Παγκόσμια ημέρα Ωκεανών (8 Ιουνίου).

Μάγια Λούντε

«Εντάξει, εντάξει.» Γύρισε προς τη γυναίκα στο τραπεζάκι, προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε σε σπαστά αγγλικά: «Μπορούμε να μπούμε τώρα;»

 Εκείνη δεν απάντησε. Θα μπορούσε ίσως να πει κάτι, ότι οι ταραχοποιοί δεν ήταν ευπρόσδεκτοι στον καταυλισμό. Όμως σίγουρα δεν θα ωφελούσε. Αυτοί που θέλουν να δημιουργούν φασαρίες το κάνουν έτσι κι αλλιώς, είτε τους επιτραπεί να μπουν είτε όχι. Μερικές φορές το καλύτερο είναι να είσαι ευγενικός μαζί τους. 

Βιάστηκα να απομακρύνω τη Λου, να προχωρήσουμε στον δρόμο. Είχα ξαναδεί τέτοια, καβγάδες στις ουρές για φαγητό, στο μπαρ το βράδυ. Ήξερα γιατί γίνονταν και πως δεν θα τελείωναν γρήγορα. Θα τους συνέχιζαν για καιρό αυτοί οι άντρες, γιατί ήταν πάντα άντρες που έκαναν τέτοια. Θα τους τραβούσαν μέχρι που οι γροθιές θα σκλήραιναν, θα χτυπούσαν όπου έβρισκαν, με πνιχτούς ήχους, σε μυς, οστά, σάρκα και σπλάχνα. Κλάσματα του δευτερολέπτου μετά το χτύπημα θα ακούγονταν βογκητά, όταν το κορμί καταλάβαινε τι είχε συμβεί καθώς το νευρικό σύστημα έκανε τη δουλειά του.

 Η αδυσώπητη κάψα, ακόμη και στη διάρκεια της νύχτας, όξυνε την απογοήτευση των ανθρώπων και τους έκανε ακόμη πιο επιθετικούς με την αϋπνία που τους προκαλούσε. Η ζέστη επηρέαζε την ατμόσφαιρα, σαν ένα αέριο που το εισπνέουμε χωρίς να το προσέξουμε ή σαν σπόρια μανιταριού. Έμπαιναν στο αναπνευστικό μας σύστημα, φύτρωναν μέσα μας, τα μανιτάρια γίνονταν μεγάλα και γκρίζα, γυαλιστερά απέξω, λεπτά ελάσματα, λαμέλλες κάτω από το καπέλο. Δηλητηριώδη. Εξαπλώνονταν στον οργανισμό μας, άλλαζαν τα νευρικά ερεθίσματα, έπαιρναν τον έλεγχο του μυαλού μας.

 Όμως αυτή δεν ήταν η μάχη μου, δεν ήταν δικός μου αγώνας, η Ισπανία δεν ήταν η χώρα μου. Εγώ είχα τη Λου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φύγω. 

Ωστόσο τα πόδια μου σέρνονταν. Γιατί, ο Χοντρόσβερκος δεν είχε πράγματι βάλει το χέρι του στο σακίδιο του νεαρού; Δεν το είχα δει; Δεν έπρεπε να έχω υποστηρίξει τους νεαρούς; Να πάρω θέση;

 Έπρεπε και ήθελα να το κάνω, να σταθώ κοντά τους. Να παίρνεις θέση σημαίνει να είσαι μέσα στα πράγματα. 

«Γιατί πας τόσο αργά;» με τράβηξε η Λου. Επιτάχυνα το βήμα μου, περπατούσα γρηγορότερα παρόλο που ένιωθα πως είχα ζαρώσει. Ήμουν σίγουρος πως όλοι μάς κοίταζαν, όλοι στην ουρά έβλεπαν πόσο μικροί ήμασταν, πόσο απέξω. Αυτοί που δεν παίρνουν θέση καταδικάζονται να είναι μόνοι. 

 Η Λου ακολουθούσε τον σωστό δρόμο, το τρίτο μονοπάτι αριστερά. Σήμερα δεν υπήρχαν άνθρωποι στους κήπους, τα παντζούρια ήταν κλειστά, όλα τα σπίτια φαίνονταν άδεια. 

Ύστερα από λίγο το βήμα της Λου έγινε πιο ελαφρύ και φαινόταν ευχαριστημένη. Γρήγορα άρχισε να μιλάει, περισσότερο απ’ όσο είχε μιλήσει εδώ και καιρό, για το σκάφος, για τα δελφίνια. Την παρακολουθούσα με μισή καρδιά, όμως μετά άρχισε να κάνει ερωτήσεις. 

«Μπαμπά; Πού βρίσκεται το περισσότερο νερό;» Δεν απάντησα αμέσως. Δεν άντεχα να πιάσω κουβέντα τώρα. 

«Μπαμπά; Πού βρίσκεται περισσότερο νερό, στον κόσμο ή στις θάλασσες;» 

«Μα οι θάλασσες είναι επίσης μέρος του κόσμου», είπα.

 «Όμως είναι νερό όταν έχει αλάτι;» 

«Ναι, είναι νερό και αυτό.» 

«Υπάρχει θάλασσα που δεν έχει αλάτι;» 

«Θυμάσαι όταν ανεβήκαμε στο βουνό;» ρώτησα. 

 «Στο βουνό;»

 «Θυμάσαι που κολύμπησες σε μια λίμνη εκεί πάνω;»

 «Με το κίτρινο μαγιό μου;» 

«Ναι, ίσως μ’ εκείνο ήταν.» 

«Κολύμπησα με το κίτρινο μαγιό παρόλο που μου ήταν μικρό.» 

«Για εκείνη τη φορά λέω.»

 «Όμως δεν ήταν πολύ μικρό, εγώ είχα μεγαλώσει πολύ.»

 «Ναι… Το νερό εκεί που κολύμπησες δεν ήταν αλμυρό.»

 «Όχι.» 

«Μπορούσες να το πιεις, το θυμάσαι;»

 «Είχαμε πιει;»

 «Όχι, αλλά θα μπορούσαμε.» 

«Γιατί δεν είχαμε πιει;» 

«Δεν θυμάμαι. Νομίζω πως είχαμε μαζί μας ένα μπουκάλι με νερό.»

 «Γιατί;» «Χμμ…» «Μπαμπά, μπορούμε να πάμε εκεί; Σ’ εκείνη τη λίμνη;»

 «Δεν υπάρχει πια.» 

«Γιατί όχι;» 

«Ξέρεις γιατί.» 

«Η ξηρασία;» 

«Ναι.» 

«Εδώ δεν υπάρχει τέτοια λίμνη χωρίς αλάτι; Με γλυκό νερό;» 

«Όχι. Μπορεί να υπήρχε παλιά, όμως τώρα έχει ξεραθεί.»

 «Κρίμα.»

 «Ναι.»

 «Πόσες λίμνες με γλυκό νερό υπάρχουν;»

 «Πολλές.»

 «Πιο πολλές από δέκα;» 

 «Πιο πολλές.»

 «Και από εκατό;» 

«Και από ένα εκατομμύριο. Υπάρχουν λίμνες ακόμη και κάτω από το έδαφος.»

 «Κάτω από το έδαφος; Από εδώ που περπατάμε;»

 «Ναι.» «Δεν μπορεί. Δεν μπορεί κανείς να περπατάει στο νερό.»

 «Μπορεί. Λέγεται υπόγειο νερό.»

 «Και περπατάμε πάνω σε αυτό;»

«Σε μερικά μέρη υπάρχει πολύ. Στη Νότια Αμερική, για παράδειγμα, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, υπάρχουν οι υπόγειες υδατοδεξαμενές Γκουαρανί.»

 «Και περπατάμε πάνω στο νερό, σαν τον Χριστό.»

 «Περπατάμε στο έδαφος και το νερό είναι αποκάτω μας, μεταξύ στρωμάτων χώματος και πετρωμάτων, έτσι που δεν είναι ακριβώς όπως ο Χριστός.»

«Σχεδόν όμως.» 

«Παντού υπάρχουν υπόγεια νερά, ακόμη κι εδώ που περπατάμε.»

 «Τώρα;» 

«Ναι.» 

«Εδώ;» 

«Ναι.» 

«Τότε γιατί δεν σκάβουμε να τα βρούμε;»

 «Είναι πολύ βαθιά. Και το νερό είναι ανακατεμένο με χώμα και πέτρες.»

 «Δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε;»

«Οι άνθρωποι έχουν προσπαθήσει από πολύ καιρό.»

 «Όμως πώς το βρήκαν σ’ εκείνο το μέρος στην Αμερική;» 

«Στη Νότια Αμερική. Εκεί μπορείς να το φτάσεις και είναι τεράστιο. Απλώνεται κάτω από τη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Παραγουάη, την Ουρουγουάη.»   

«Παραγουάη, Ουρουγουάη;» 

«Είναι πολύ μεγαλύτερο από τη Γαλλία… υπάρχει αρκετό νερό για να ξεδιψάσει ολόκληρος ο κόσμος.»

Η συνέχεια εδώ
Από το Blogger.