Στα 30,2 δισ. ευρώ η συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2024

Οι συνολικές επενδύσεις στον τομέα ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 2,4 δισ. εκτιμάται ότι αποτελούν εγχώρια προστιθέμενη αξία.
Στα 30,2 δισ. ευρώ ανήλθε η άμεση συμβολή του τουριστικού τομέα στην ελληνική οικονομία το 2024, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 5% σε σύγκριση με τα 28,8 δισ. ευρώ του 2023. Το ποσό αυτό επιμερίζεται σε 21,6 δισ. ευρώ από τον εισερχόμενο τουρισμό (συμπεριλαμβανομένων των επιβατών κρουαζιέρας), 2,9 δισ. από τις αερομεταφορές, 147 εκατ. από τις θαλάσσιες μεταφορές, 799 εκατ. από τη δαπάνη των εταιρειών κρουαζιέρας, 2,3 δισ. από τον εγχώριο τουρισμό και 2,5 δισ. ευρώ από την εγχώρια προστιθέμενη αξία των επενδύσεων.
Οι συνολικές επενδύσεις στον τομέα ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 2,4 δισ. εκτιμάται ότι αποτελούν εγχώρια προστιθέμενη αξία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ΙΟΒΕ και ΚΕΠΕ, κάθε 1 ευρώ τουριστικής δραστηριότητας αποφέρει επιπλέον 1,2 έως 1,65 ευρώ οικονομικής δραστηριότητας. Συνολικά, η συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται μεταξύ 66,5 και 80,1 δισ. ευρώ για το 2024 — ποσοστό 28% έως 33,7% του ΑΕΠ, έναντι 28,1%-33,9% το 2023.
Η συνεισφορά του τουρισμού αποτυπώνεται και στην αγορά εργασίας. Η απασχόληση το 2024 αυξήθηκε κατά 4,8%, φτάνοντας τους 401.000 εργαζόμενους, ενώ το τρίτο τρίμηνο κατεγράφη ρεκόρ με 451.400 απασχολούμενους — το υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού. Ιδιαίτερα αυξημένες ήταν οι θέσεις στα καταλύματα (+12%) και στην εστίαση (+2%). Στην αιχμή της σεζόν, εκτιμάται πως ο τουρισμός δημιούργησε έως και 713.140 θέσεις εργασίας, δηλαδή το 16,5% της συνολικής απασχόλησης.
Η γεωγραφική κατανομή των εσόδων αναδεικνύει τη σημασία της περιφέρειας, καθώς το 77% των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού καταγράφηκε εκτός Αττικής. Το Νότιο Αιγαίο (28%), η Κρήτη (22%), τα Ιόνια νησιά (10%) και η Κεντρική Μακεδονία (7%) συγκέντρωσαν το 67% των εισπράξεων.
Ο γενικός γραμματέας του ΣΕΤΕ και πρόεδρος του ΙΝΣΕΤΕ, Γιώργος Βερνίκος, τόνισε πως «η θετική πορεία του τουρισμού το 2024 επιβεβαιώνει τη διαρκή συμβολή του στην οικονομία, σε μια εποχή όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο». Ωστόσο, επεσήμανε τις σοβαρές προκλήσεις τόσο στο μακροπεριβάλλον —όπως η κλιματική αλλαγή, οι οικονομικοί μετασχηματισμοί και η γεωπολιτική αστάθεια— όσο και στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων. «Πολλές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οριακές συνθήκες λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης, αυξημένων λειτουργικών βαρών και ρυθμιστικής αβεβαιότητας», ανέφερε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ένα συνεπές και υποστηρικτικό πλαίσιο.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Ηλίας Κικίλιας, στάθηκε στη διεθνή θέση της Ελλάδας, λέγοντας πως «η ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουρισμού βρίσκεται πλέον στην 21η θέση παγκοσμίως, κερδίζοντας επτά θέσεις την τελευταία τριετία». Υπογράμμισε τη σημασία της φιλοξενίας και των εργαζομένων, επισημαίνοντας ωστόσο ότι απαιτείται ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο για τη βελτίωση χρόνιων αδυναμιών και την ενίσχυση της βιωσιμότητας.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ, Γιάννης Παράσχης, υπογράμμισε τη σταθερή ανάκαμψη του τομέα μετά την πανδημία, επισημαίνοντας πως «νέες προκλήσεις, όπως γεωπολιτικές αναταράξεις και οικονομικοί πόλεμοι, απαιτούν ανθεκτικότητα και προσαρμογή». Αναφερόμενος στα φαινόμενα υπερτουρισμού, ξεκαθάρισε πως «η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει γενικευμένο πρόβλημα, ωστόσο όπου παρατηρείται πίεση, απαιτείται άμεση παρέμβαση». Ο ΣΕΤΕ, σημείωσε, ήδη προωθεί την πρωτοβουλία ΜΕΤRON για την αυτορρύθμιση του τομέα.
Τέλος, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, Άρης Ίκκος, ανέλυσε τη μελέτη και τόνισε πως απαιτείται περαιτέρω εξειδικευμένη ανάλυση για την αποτύπωση της συμβολής του τουρισμού σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, ώστε η αναπτυξιακή του δυναμική να ενισχυθεί με στρατηγικό και βιώσιμο τρόπο.