Αλλαγές στη φορολόγηση των ενοικίων: Τα υπέρ και τα κατά της νέας κλίμακας

Η πιο ηχηρή μεταβολή είναι η εισαγωγή ενός νέου ενδιάμεσου συντελεστή 25% για εισοδήματα μεταξύ 12.000 και 35.000 ευρώ, κίνηση που φιλοδοξεί να μειώσει τα βάρη για όσους βρίσκονται στη μεσαία φορολογική κλίμακα.
Στην τελική ευθεία για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η κυβέρνηση βάζει τις τελευταίες πινελιές στο πακέτο φορολογικών μέτρων που θα παρουσιάσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με έμφαση στη μεσαία τάξη. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η αλλαγή στην κλίμακα φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια, που αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2026. Η πιο ηχηρή μεταβολή είναι η εισαγωγή ενός νέου ενδιάμεσου συντελεστή 25% για εισοδήματα μεταξύ 12.000 και 35.000 ευρώ, κίνηση που φιλοδοξεί να μειώσει τα βάρη για όσους βρίσκονται στη μεσαία φορολογική κλίμακα.
Σήμερα, η φορολογία των ενοικίων είναι κλιμακωτή,: 15% για εισοδήματα έως 12.000 ευρώ, 35% για το τμήμα από 12.001 έως 35.000 ευρώ και 45% για εισοδήματα άνω των 35.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η μετάβαση από τα χαμηλά στα μεσαία εισοδήματα συνοδεύεται από σημαντική αύξηση του φορολογικού συντελεστή.
Τα θετικά της ρύθμισης
Η πρώτη και πιο άμεση συνέπεια είναι η ελάφρυνση για τους ιδιοκτήτες μεσαίων εισοδημάτων. Ένας φορολογούμενος που εισπράττει 15.000 ευρώ από ενοίκια τον χρόνο, με το νέο σύστημα θα πληρώνει 2.550 ευρώ φόρο, αντί για 2.850 ευρώ σήμερα - μια μείωση 300 ευρώ. Για υψηλότερα εισοδήματα, το όφελος γίνεται ακόμη πιο αισθητό.
Δεύτερο, η κλιμάκωση με πιο ομαλές μεταβάσεις εκτιμάται ότι θα περιορίσει την αδήλωτη μίσθωση ακινήτων. Σήμερα, πολλοί ιδιοκτήτες προτιμούν να μην δηλώνουν το σύνολο του εισοδήματός τους για να αποφύγουν την απότομη μετάβαση στον υψηλότερο συντελεστή. Με το νέο πλαίσιο, η απόκρυψη γίνεται λιγότερο «δελεαστική».
Τρίτο, η ρύθμιση αναμένεται να δώσει ώθηση στην αγορά μακροχρόνιων μισθώσεων. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι μέρος των περίπου 200.000 κλειστών κατοικιών μπορεί να διατεθεί στην αγορά, εφόσον οι ιδιοκτήτες θεωρήσουν ότι η φορολογική επιβάρυνση είναι πιο «λογική» και διαχειρίσιμη.
Οι σκιές πίσω από τις αλλαγές
Παρά τα θετικά, οικονομικοί και κτηματομεσιτικοί κύκλοι προειδοποιούν ότι οι νέες ρυθμίσεις μπορεί να έχουν ανεπιθύμητες συνέπειες στην αγορά. Το βασικό επιχείρημα είναι πως η μείωση της φορολογίας, αν και θετική για τους ιδιοκτήτες, μπορεί να δημιουργήσει αντικίνητρα για σταθεροποίηση των ενοικίων. Αντιθέτως, ενδέχεται να λειτουργήσει ως αφορμή για νέες αυξήσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες θα αισθανθούν μεγαλύτερη «ευχέρεια» να ενσωματώσουν στο ζητούμενο μίσθωμα μέρος της ελάφρυνσης.
Δεύτερον, η ρύθμιση δεν αγγίζει τις δομικές αιτίες που κρατούν τα ενοίκια σε υψηλά επίπεδα - την έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών προς μακροχρόνια μίσθωση, τον ανταγωνισμό μέσω βραχυχρόνιων πλατφορμών μίσθωσης και τη συγκέντρωση ακινήτων σε λίγα χέρια. Εάν δεν υπάρξουν παράλληλες πολιτικές για την ενίσχυση της προσφοράς, οι μειώσεις φόρου μπορεί απλώς να «χαθούν» στην άνοδο των τιμών.
Τρίτον, ο κίνδυνος περιορισμού της προσφοράς δεν εκλείπει. Μια μερίδα ιδιοκτητών ενδέχεται να δει την ελάφρυνση ως ευκαιρία για να μεταφέρει ακίνητα σε πιο επικερδείς χρήσεις, όπως βραχυχρόνιες μισθώσεις, ειδικά αν η ζήτηση στην αγορά παραμείνει υψηλή και οι τιμές ανέβουν. Έτσι, η μείωση του φόρου μπορεί να μην φέρει τον αναμενόμενο αριθμό νέων ακινήτων στην αγορά.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης φαίνεται να αγνοεί πλήρως την αρχή «αν κάτι δουλεύει, δεν το πειράζουμε» και προχωρά σε μια κίνηση που απειλεί να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο την ήδη εύθραυστη αγορά ενοικίων. Η μείωση της φορολογίας, παρουσιάζεται ως “ανάσα” για τους ιδιοκτήτες, αλλά στην πραγματικότητα ενέχει τον κίνδυνο να πυροδοτήσει νέο κύμα αυξήσεων και να περιορίσει ακόμη περισσότερο την προσφορά, οδηγώντας τους ενοικιαστές σε ασφυξία. Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι η κυβέρνηση αγνοεί επιδεικτικά τις βαθιές πληγές του στεγαστικού -την τραγική έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών, την ανεξέλεγκτη βραχυχρόνια μίσθωση και την παντελή απουσία σοβαρής κοινωνικής πολιτικής- επιλέγοντας να δώσει ένα «ακριβοπληρωμένο δώρο» σε λίγους, την ώρα που οι πολλοί εξακολουθούν να πληρώνουν τον λογαριασμό.